Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λήθω

См. также в других словарях:

  • λήθω — (Α) λανθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη)] …   Dictionary of Greek

  • ληθώ — ληθώ, ἡ (ΑM) η λήθη, η λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη) + κατάλ. ώ, (πρβλ. πειθ ώ)] …   Dictionary of Greek

  • Λήθω — Λή̱θω , Λῆθος masc nom/voc/acc dual Λή̱θω , Λῆθος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήθω — λανθάνω escape notice pres subj act 1st sg λανθάνω escape notice pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • Lethe (Mythologie) — Lethe (griechisch ἡ Λήθη, das Vergessen) ist einer der Flüsse in der Unterwelt der griechischen Mythologie. Der Name ist altgriechisch und bedeutet wörtlich Vergessen, Vergessenheit (ursprünglich Verborgenheit, zu agr. λήϑω – verborgen sein; …   Deutsch Wikipedia

  • Лето — (Ληθώ, Latona). Мать Аполлона и Артемиды от Зевса. Ревнивая Гера преследовала ее, пока та не пришла на остров Делос, где и родила своих детей близнецов. Римляне называли ее Латоной. (Источник: «Краткий словарь мифологии и древностей». М.Корш.… …   Энциклопедия мифологии

  • ЭНДИМИОН —    • Endymion,          красивый спящий юноша, любовник Селены. Сказания о нем указывают отчасти на Элиду, отчасти на Карию. В Элиде он был сыном Аетлия (ср. αεθλος, состязание) или Зевса и Калики, царем страны, отцом Епея, Этола и Пэона,… …   Реальный словарь классических древностей

  • άληστος — Επώνυμο των Θεσσαλών ζωγράφων Ιωάννη και Γεωργίου που εργάστηκαν στα χωριά Κοκκωτοί και Τσιγγέλι της Θεσσαλίας, στα χρόνια 1636 και 1665. * * * (Α ἄληστος, ον) 1. αυτός που δεν μπορεί να λησμονηθεί, αλησμόνητος, αξέχαστος «ο αλήστου μνήμης...», ο …   Dictionary of Greek

  • αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …   Dictionary of Greek

  • επιλήθω — ἐπιλήθω (μέσ. ἐπιλήθομαι και ἐπιλανθάνομαι) (AM) αρχ. 1. προκαλώ λήθη («ὁ γὰρ [ὕπνος] τ’ ἐπέλησεν ἁπάντων ἐσολῶν ἡδὲ κακῶν» ο ύπνος μ’ έκανε να τά ξεχάσω όλα, και τα καλά και τα κακά, Ομ. Οδ.) 2. λησμονώ («νήπιος ὃς τῶν οἰκτρῶς οἰχομένων γονέων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»