Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βριαρός

См. также в других словарях:

  • βριαρός — βριαρός, ά, όν και βριερός, ή, όν (Α) δυνατός, στιβαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρίθω] …   Dictionary of Greek

  • βριαρός — strong masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βριαρά — βριαρός strong neut nom/voc/acc pl βριαρά̱ , βριαρός strong fem nom/voc/acc dual βριαρά̱ , βριαρός strong fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βριαρώτερον — βριαρός strong adverbial comp βριαρός strong masc acc comp sg βριαρός strong neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βριαρῶν — βριαρός strong fem gen pl βριαρός strong masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βριαρόν — βριαρός strong masc acc sg βριαρός strong neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βριερόν — βριαρός strong masc acc sg (ionic) βριαρός strong neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βριαραῖς — βριαρός strong fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βριαραῖσι — βριαρός strong fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βριαροῖο — βριαρός strong masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βριαροῖς — βριαρός strong masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»