Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κύρω

См. также в других словарях:

  • κύρω — (Α) βλ. κυρώ (Ι) …   Dictionary of Greek

  • κυρώ — (I) κυρῶ, έω και κύρω (Α) 1. συναντώ τυχαία, πέφτω επάνω («ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ ἐσθλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. προσκρούω 3. φθάνω έως... (α. «μέγα δένδρεον αἰθέρι κῡρον», Καλλ.) β. «αιθερίας νεφέλας κύρσαιμι», Σοφ.) γ. «ἐπ ἀκταῑς νιν… …   Dictionary of Greek

  • κυρῶ — κυρέω hit pres subj act 1st sg (attic epic doric) κυρέω hit pres ind act 1st sg (attic epic doric) κῡρῶ , κυρόω confirm pres subj act 1st sg κῡρῶ , κυρόω confirm pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύρω — Κύ̱ρω , Κῦρος the elder Cyrus masc nom/voc/acc dual Κύ̱ρω , Κῦρος the elder Cyrus masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύρω — κύ̱ρω , κυρέω hit pres subj act 1st sg κύ̱ρω , κυρέω hit pres ind act 1st sg κύ̱ρω , κυρόω confirm pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κύ̱ρω , κυρόω confirm imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύρῳ — Κύ̱ρῳ , Κῦρος the elder Cyrus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρώνω — (AM κυρῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῡτα διελύθη», Θουκ. γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.) 2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ …   Dictionary of Greek

  • παρακύρω — Α συναντώ τυχαία, παρατυγχάνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κύρω «συναντώ» (πρβλ. προσ κύρω, συγ κύρω)] …   Dictionary of Greek

  • προσκυρώ — (I) έω, και προσκύρω, Α 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς ένα μέρος, προσεγγίζω, φτάνω κάπου («προσέκυρσε Κυθήροις», Ησίοδ.) 2. συνάπτομαι, συνδέομαι («ἕλος παπυρικὸν ὃ προσκυρεῑ τῇ λεγομένῃ Βαθείᾳ», επιγρ.) 3. συνορεύω 4. συναντώ κάποιον 5. πέφτω… …   Dictionary of Greek

  • συγκυρώ — (I) έω, ΜΑ (για γεγονότα και συμβάντα) επέρχομαι, συμβαίνω κατά τύχη αρχ. 1. συναντώμαι κατά τύχη 2. συναντώ κάτι δυσάρεστο ή ευχάριστο (α. «τραγικοῑς συγκυρήσασα πάθεσι», Διόδ. β. «εὐτυχία συγκυρεῑν», Φιλόδ.) 3. (με μτχ. όπως και το ρ. τυγχάνω)… …   Dictionary of Greek

  • συγκύρω — Α 1. ανήκω, υπάγομαι σε κάτι ή σε κάποιον 2. γειτνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κύρω, άλλος τ. τού κυρώ (Ι) «αποκτώ, συναντώ τυχαία»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»