Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κόκκαλος

См. также в других словарях:

  • κόκκαλος — κόκκαλος, ὁ (AM) βλ. κόκαλος …   Dictionary of Greek

  • κόκκαλος — kernel of the masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκάλου — κόκκαλος kernel of the masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκάλους — κόκκαλος kernel of the masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκάλων — κόκκαλος kernel of the masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκαλον — κόκκαλος kernel of the masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκαλος — και κόκκαλος, ο (AM κόκκαλος) νεοελλ. 1. κόκαλο 2. ο σκληρός πυρήνας τών καρπών, το κουκούτσι νεοελλ. μσν. ισχίο αρχ. 1. το κουκούτσι τού κουκουναριού 2. το κουκουνάρι 3. ο καρπός τού φυτού δαφνοειδές το κνίδιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • Katze (5), die — 5. Die Katze, plur. die n, noch mehr im Diminut. das Kätzchen, Oberd. Kätzlein, ein Bündel, ein Büschel. 1) Im gemeinen Leben, eine sehr gewöhnliche Benennung derjenigen cylindrischen, zuweilen kugelförmigen Kelche an verschiedenen Bäumen, welche …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… …   Dictionary of Greek

  • κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… …   Dictionary of Greek

  • κόκαλο — και κόκκαλο, το (Μ κόκκαλον) 1. οστό 2. φρ. «τρώγω κάποιον ώς το κόκαλο» εκμεταλλεύομαι κάποιον πάρα πολύ νεοελλ. 1. εργαλείο ή εξάρτημα κατασκευασμένο από οστό, όπως π.χ. το πλήκτρο τού πιάνου 2. μικρό εργαλείο από ξύλο, μέταλλο ή κόκαλο, με το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»