-
1 ελαιηρός
-
2 ἐλαιηρός
-
3 ἐλαιηρός
A of or for oil,κεράμια Hp.Mul.2.114
; (Palmyra, ii A.D.); of oils, ; ἐ.δρόσος, i.e. oil, AP5.3 (Phld.); κόλον ἐ. PSI5.535.46 (iii B.C.);ἐ. ἐν πεδίῳ
oil-producing,IG
14.933.3 of bees, honied, dub. in Pi.Fr.123.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιηρός
-
4 ελαιηρά
ἐλαιηρόςof: neut nom /voc /acc plἐλαιηρά̱, ἐλαιηρόςof: fem nom /voc /acc dualἐλαιηρά̱, ἐλαιηρόςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
5 ἐλαιηρά
ἐλαιηρόςof: neut nom /voc /acc plἐλαιηρά̱, ἐλαιηρόςof: fem nom /voc /acc dualἐλαιηρά̱, ἐλαιηρόςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
6 ελαιηρών
-
7 ἐλαιηρῶν
-
8 ελαιηρόν
-
9 ἐλαιηρόν
-
10 ελαιηράς
-
11 ἐλαιηρᾶς
-
12 ελαιηρής
-
13 ἐλαιηρῆς
-
14 ελαιηραί
-
15 ἐλαιηραί
-
16 ελαιηροίς
-
17 ἐλαιηροῖς
-
18 ελαιηρού
-
19 ἐλαιηροῦ
-
20 ελαιηρώ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ελαιηρός — ἐλαιηρός, ά, όν (Α) 1. ελαιώδης, λαδερός («ἐλαιηρά δρόσος» το λάδι) 2. (για αγγείο) αυτό στο οποίο τοποθετείται λάδι, ελαιοδόχος 3. (για έκταση γης) ελαιοπαραγωγός, ελαιοφόρος 4. αυτός που έχει τη διαύγεια ή τη στιλπνότητα τού λαδιού 5. (ποιητ.)… … Dictionary of Greek
ἐλαιηρός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιηρά — ἐλαιηρός of neut nom/voc/acc pl ἐλαιηρά̱ , ἐλαιηρός of fem nom/voc/acc dual ἐλαιηρά̱ , ἐλαιηρός of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιηρῶν — ἐλαιηρός of fem gen pl ἐλαιηρός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιηρόν — ἐλαιηρός of masc acc sg ἐλαιηρός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιηραί — ἐλαιηρός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιηροῖς — ἐλαιηρός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιηροῦ — ἐλαιηρός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιηρᾶς — ἐλαιηρός of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιηρῆς — ἐλαιηρός of fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιηρή — ἐλαιηρός of fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)