-
1 οινηρός
-
2 οἰνηρός
-
3 οἰνηρός
-
4 οἰνηρός
A of or belonging to wine, θεράπων a butler, Anacr.161 ; ; ;σταγόνες AP9.406
(Antig. Caryst.) ; vinous, ; steeped in wine,σπλῆνες Hp.Fract.24
; ἰητρείη treatment by vinous applications, ib.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνηρός
-
5 οινηρά
οἰνηρόςof: neut nom /voc /acc plοἰνηρά̱, οἰνηρόςof: fem nom /voc /acc dualοἰνηρά̱, οἰνηρόςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
6 οἰνηρά
οἰνηρόςof: neut nom /voc /acc plοἰνηρά̱, οἰνηρόςof: fem nom /voc /acc dualοἰνηρά̱, οἰνηρόςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
7 οινηρών
-
8 οἰνηρῶν
-
9 οινηρόν
-
10 οἰνηρόν
-
11 οινηρά
-
12 οἰνηρᾷ
-
13 οινηράς
-
14 οἰνηρᾶς
-
15 οινηρή
-
16 οἰνηρῇ
-
17 οινηρής
-
18 οἰνηρῆς
-
19 οινηραίς
-
20 οἰνηραῖς
См. также в других словарях:
οινηρός — οἰνηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» ο υπηρέτης τού οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.) 2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.) 3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί 4. (για… … Dictionary of Greek
οἰνηρός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνηρά — οἰνηρός of neut nom/voc/acc pl οἰνηρά̱ , οἰνηρός of fem nom/voc/acc dual οἰνηρά̱ , οἰνηρός of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνηρῶν — οἰνηρός of fem gen pl οἰνηρός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνηρόν — οἰνηρός of masc acc sg οἰνηρός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνηραῖς — οἰνηρός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνηροῖς — οἰνηρός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνηροῖσι — οἰνηρός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνηροῖσιν — οἰνηρός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνηροί — οἰνηρός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνηροῦ — οἰνηρός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)