-
1 κοκκίδες
κοκκίςscarlet slippers: fem nom /voc pl -
2 κόκκος
Grammatical information: m.Meaning: 1. `kernel of fruits, esp. of the pomegranate' (h. Cer., IA.; cf. Strömberg Theophrastea 185); 2. `berry (gall) of the kermes oak, scarlet, the kermes oak' (Thphr., Gal., Dsc.; Michell ClassRev. 69, 246); 3. metaph. `pill' (medic.).Compounds: Compp., e. g. κοκκο-βαφής `painted with scarlet' (Thphr.), καλλί-κοκκος `with beautiful kernes' (Thphr.); κοκκό-δαφνον, δαφνό-κοκκον (medic.) = κόκκος δάφνης, δαφνίς (Strömberg Wortstudien 7).Derivatives: Diminut. κοκκίον, κοκκάριον (medic.); κόκκων, - ωνος m. `kernel of the granate' (Sol., Hp.), `mistletoe-berry' (H.), κόκκαλος m. `kernel of the stone pine' (Hp., Gal.; Chantraine Formation 247); κοκκίδες pl. `scarlet slippers' (Herod.), - ίδα αἴγειρον H.; κόκκινος `scarlet' (Herod., pap., Arr.) with κοκκινίζω `be scharlet' (Sch.), κοκκηρός `made of scarlet' ( Edict. Diocl.; like οἰνηρός, ἐλαιηρός); κοκκίζω `take out the kernel' (A., Ar.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Etymology unknown, prob foreign; note the popular gemination (Chantraine Formation 7). - Alessio Studi etr. 18, 126 (s. also Belardi Doxa 3, 210) reminds of Span. cuesco `note' and considers a Mediterranaean * cosco-, from which κόκκος(? rejected by Fur. 293 n. 4). - Prob. Pre-Greek.Page in Frisk: 1,895Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόκκος
См. также в других словарях:
κοκκίδες — (coccidae). Οικογένεια ημιπτέρων εντόμων της υπόταξης των ομοπτέρων. Περιλαμβάνει τις κοχενίλες και τις παραπλήσιες μορφές, που χαρακτηρίζονται ως ψείρες των φυτών, γιατί ζουν πάνω σε αυτά απομυζώντας τους χυμούς τους. Τα έντομα της οικογένειας… … Dictionary of Greek
κοκκίδες — κοκκίς scarlet slippers fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομόπτερα — (homoptera). Τάξη εντόμων με ατελή μεταμόρφωση, ετερομετάβολα ολιγομετάβολα, δηλαδή με νεανικές μορφές που διαφέρουν λίγο από τα ακμαία έντομα, γιατί ζουν στο ίδιο περιβάλλον. Τα ο. περιλαμβάνουν περίπου 25.000 είδη. Χαρακτηριστικό τους δε είναι… … Dictionary of Greek
κοκκίς — κοκκίς, ίδος, ή (AM) [κόκκος] μσν. (για τα σύκα) κεγχραμίς* αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «αἴγειρος» 2. στον πληθ. αἱ κοκκίδες κόκκινες εμβάδες, κόκκινες παντόφλες … Dictionary of Greek
κοχενίλη — Κοινή ονομασία ημιπτέρων εντόμων της οικογένειας των κοκκιδών, ιθαγενών του Μεξικού. Οι κ. ζουν πάνω στους κάκτους και το αποξηραμένο σώμα τους περιέχει περίπου 50% μιας φυσικής κόκκινης χρωστικής ουσίας, της καρμίνης, η οποία χρησιμοποιείται για … Dictionary of Greek