Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κοκκίδες

См. также в других словарях:

  • κοκκίδες — (coccidae). Οικογένεια ημιπτέρων εντόμων της υπόταξης των ομοπτέρων. Περιλαμβάνει τις κοχενίλες και τις παραπλήσιες μορφές, που χαρακτηρίζονται ως ψείρες των φυτών, γιατί ζουν πάνω σε αυτά απομυζώντας τους χυμούς τους. Τα έντομα της οικογένειας… …   Dictionary of Greek

  • κοκκίδες — κοκκίς scarlet slippers fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομόπτερα — (homoptera). Τάξη εντόμων με ατελή μεταμόρφωση, ετερομετάβολα ολιγομετάβολα, δηλαδή με νεανικές μορφές που διαφέρουν λίγο από τα ακμαία έντομα, γιατί ζουν στο ίδιο περιβάλλον. Τα ο. περιλαμβάνουν περίπου 25.000 είδη. Χαρακτηριστικό τους δε είναι… …   Dictionary of Greek

  • κοκκίς — κοκκίς, ίδος, ή (AM) [κόκκος] μσν. (για τα σύκα) κεγχραμίς* αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «αἴγειρος» 2. στον πληθ. αἱ κοκκίδες κόκκινες εμβάδες, κόκκινες παντόφλες …   Dictionary of Greek

  • κοχενίλη — Κοινή ονομασία ημιπτέρων εντόμων της οικογένειας των κοκκιδών, ιθαγενών του Μεξικού. Οι κ. ζουν πάνω στους κάκτους και το αποξηραμένο σώμα τους περιέχει περίπου 50% μιας φυσικής κόκκινης χρωστικής ουσίας, της καρμίνης, η οποία χρησιμοποιείται για …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»