-
1 κινημα
1) движение Arst., Luc.2) народное движение, возмущение, восстание Polyb., Plat.3) душевное движение, волнение, потрясение(τῆς ψυχῆς Plut.)
4) перемена, смена, превратность(τὰ κινήματα τῆς τύχης Isocr.)
-
2 κίνημα
τό1) движение;εργατικό (επαναστατικό) κίνημα — рабочее (революционное) движение;
2) восстание, бунт, мятеж -
3 κίνημα
[кинима] ουσ ο движение. -
4 κακοτεχνος
-
5 κατατεχνος
-
6 συγκαταθετικος
-
7 συγκινημα
-
8 τυφλος
31) слепой, незрячий HH., Trag., Plat.τυφλὸν θεῖναί τινα Hom. — ослепить кого-л.;
τυφλοὴ ὀφθαλμοί Plat. — незрячие глаза2) перен. слепой, случайный(ὄλβος Eur.; τύχη Plut.)
τ. τινος εἶναι Xen. — быть слепым для чего-л., не видеть чего-л.3) мутный, непрозрачный(τέλμα Plut.)
4) смутный, неясный, туманный(ἐλπίδες Aesch.; τὸ ἐν Ῥώμῃ τυφλὸν ἦν κίνημα Plut.)
5) невидимый, скрытый, тайный(τοξεύματα Eur.; σπιλάδες Anth.)
τῶν δεσμῶν τυφλαὴ αἱ ἀρχαί Plut. — невидимые концы завязок, т.е. запутанный (Гордиев) узел6) заткнутый, закрытый, не имеющий выхода(λίμναι Plut.)
τὸ τυφλὸν τοῦ ἐντέρου Arst. — слепая кишка;τ. τά τ΄ ὦτα τόν τε νοῦν Soph. — чьи уши заткнуты, а разум помрачен7) принадлежащий слепцу(χείρ Eur.)
τυφλῷ ποδὴ ὀφθαλμὸς εἶναι Eur. — служить оком ноге слепца, т.е. быть поводырем его8) задний, тыльный -
9 αγροτικός
η, ό[ν]1) сельский, крестьянский;πληθυσμός — сельское население;αγροτικό νοικοκυριό — крестьянское хозяйство, крестьянский двор;
αγροτικό κίνημα — крестьянское движение;
2) сельскохозяйственный; аграрный;αγροτική Τράπεζα — сельскохозяйственный банк;
αγροτική οικονομία — сельское хозяйство;
αγροτική χώρα (μεταρρύθμιση) — аграрная страна (реформа);
αγροτικό ζήτημα — аграрный вопрос;
3) полевой;αγροτικές εργασίες — полевые работы
-
10 ανατρεπτικός
η, ό[ν]1) ниспровергающий, свергающий;ανατρεπτικό κίνημα — а) повстанческое движение; — б) переворот;
2) отменяющий, аннулирующий, ликвидирующий;ανατρεπτική προθεσμία юр. — строго установленный срок (нарушение которого аннулирует действие юридических положений, прав)
-
11 αντίσταση
[-ις (-εως)] η в разн. знач сопротивление; противодействие;αντίσταση του αέρος — сопротивление воздуха;
τό κίνημα αντίστασης перен. — движение сопротивления;
αντίσταση κατά τού εχθρόύ — а) сопротивление врагу; — б) оборона, защита от нападения врага;
αντίσταση κατάντης αρχής — сопротивление властям;
χωρίς αντίσταση — без сопротивления;
φέρω αντίσταση — оказывать сопротивление;
συναντώ αντίσταση — встречать сопротивление;
τοποθεσία αντίστάσεώς воен. — рубеж сопротивления;
φωλεά αντίστάσεως воен. — очаг сопротивления;
κέντρον αντίστάσεως — воен, узел сопротивления
-
12 απεργι(α)κός
η, ό[ν] забастовочный, стачечный;απεργι(α)κό κίνημα — забастовочное движение
-
13 απεργι(α)κός
η, ό[ν] забастовочный, стачечный;απεργι(α)κό κίνημα — забастовочное движение
-
14 επαναστατικός
η, ό[ν]1) революционный;επαναστατικό κίνημα — революционное движение;
επαναστατική έξαρση — революционный подъём;
2) повстанческий; бунтарский -
15 εργατικός
η, ό[ν] 1.1) работящий, трудолюбивый;2) рабочий, относящийся к рабочему, трудовой;εργατική τάξη — рабочий класс;
εργατικό σωματείο — профсоюз рабочих;
εργατική νομοθεσία — рабочее законодательство;
εργατικό κίνημα — рабочее движение;
εργατικά χέρια — рабочие руки;
εργατική δύναμη — рабочая сила;
εργατική συνοικία — рабочий район, (рабочая) окраина;
εργατικός ενθουσιασμός — трудовой подъём;
εργατικό βιβλιάριο — трудовая книжка;
3) лейбористский;εργατικό κόμμα — лейбористская партия;
2. (ο)1) рабочий; работяга (разг); 2) лейборист -
16 θεριεύω
αμετ.1) звереть, свирепеть; выходить из себя; 2) мужать, набираться сил; 3) бурно расти, разрастаться (тж. перен.); крепнуть, усиливаться;θεριεύει ο πόνος — боль усиливается;
θεριεύει η αγάπη τους — их любовь крепнет;
θεριεύει το κίνημα τού λάου — растёт и крепнет движение народа;
θέριεψε ο πλάτανος разросся платан -
17 συνδικαλιστικός
η, ό[ν]1) профсоюзный;συνδικαλιστικόςή οργάνωση — профсоюзная организация;
συνδικαλιστικόςό κίνημα — профсоюзное движение;
2) синдикалистский -
18 χωριστικός
См. также в других словарях:
κίνημα — τὸ (ΑΜ κίνημα, Μ και κίνημαν) [κινώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κινώ, η κίνηση 2. σκίρτημα, ερεθισμός, διέγερση (α. «σαν τα κινήματα τής φαντασίας που ζωγραφίζουνε την ευτυχία», Σολωμ. β. «τὰ μὲν γὰρ τοῡ νοὸς κινήματα»., Σαθ. γ.… … Dictionary of Greek
κίνημα — το, ατος 1. κίνηση: Έδωσε το σύνθημα με ένα κίνημα του χεριού του. 2. στάση, ανατρεπτικό κίνημα: Κατέπνιξε το κίνημα στο αίμα. 3. ενέργεια αποφασιστική: Ήταν κίνημα απελπισίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κίνημα — κί̱νημα , κίνημα movement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδικό Κίνημα — Κίνημα για τη μεταρρύθμιση της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (14ος 15ος αι.). Εκδηλώθηκε στους ανώτερους κύκλους της Καθολικής Εκκλησίας και ανάμεσα στους δυτικοευρωπαίους φεουδάρχες. Υποστήριζε την κυριαρχία των Οικουμενικών Συνόδων επί του… … Dictionary of Greek
Ναυτικού, Κίνημα — Απόπειρα εξέγερσης του Πολεμικού Ναυτικού κατά της δικτατορίας, που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 1973. Επρόκειτο για μια απόπειρα, της οποίας οι συνωμοτικές κινήσεις δεν χαρακτηρίζονταν από ιδιαίτερη μυστικότητα, ενώ σαφής ήταν και έλλειψη… … Dictionary of Greek
Φενιάν κίνημα — (Fenians). Μυστική Ιρλανδική επαναστατική εταιρεία, που ιδρύθηκε στις ΗΠΑ από τον Ο’Μαχόνι το 1858. Ήταν παράρτημα της Δημοκρατικής Ιρλανδικής Αδελφότητας και είχε ως σκοπό της την καταπολέμηση με τη βία της βρετανικής κυριαρχίας. Ονομάστηκε έτσι … Dictionary of Greek
Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα — (ΔΗΚΚΙ). Πολιτικό κόμμα που ιδρύθηκε το 1995 από τον Δημήτρη Τσοβόλα (παλαιό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ). Κατά τις εθνικές εκλογές του 1996 ανέδειξε 9 βουλευτές, ενώ κατά τις εκλογές του 2000 έμεινε εκτός βουλής … Dictionary of Greek
ισλαμικό κίνημα — Γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγραφεί η αφύπνιση του Ισλάμ ως πολιτικο θρησκευτικής ιδεολογίας που εκφράζεται είτε ως επιδίωξη εγκαθίδρυσης της ισλαμικής εξουσίας στις χώρες του Ισλάμ είτε ως πλήρης επιστροφή στις απαρχές της… … Dictionary of Greek
Movimiento por la Socialdemocracia — Κίνημα Σοσιαλδημοκρατών Movimiento de los Socialdemócratas Presidente Yannakis Omirou Fundación 1970 Ideología política Socialismo democrático, Socialdemocracia … Wikipedia Español
παναμερικανισμός — Κίνημα που κατάγεται από το σχέδιο του Σιμόν Μπολιβάρ για μια αδελφική ένωση των νέων αμερικανικών Δημοκρατιών. Για την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού ο Λιμπερταδόρ (Απελευθερωτής) συγκάλεσε στον Παναμά το 1826, μια ειδική διάσκεψη, που δεν είχε … Dictionary of Greek
Κολλυβάδες — Κίνημα μοναχών που αναπτύχθηκε στο Άγιον Όρος κατά τον 18o και τον 19o αι., τα μέλη του οποίου, παραμένοντας πιστά στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση, αντιδρούσαν στη συνήθεια να τελούνται μνημόσυνα και να προσφέρονται κόλλυβα την ημέρα της… … Dictionary of Greek