-
1 συγκαταθετικος
См. также в других словарях:
συγκαταθετικός — assenting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταθετικός — ή, ό / συγκαταθετικός, ή, όν, ΝΑ [συγκατατίθημι] 1. αυτός που συγκατατίθεται, που αποδέχεται, που επιδοκιμάζει («οὔπω δὲ συγκαταθετικὸς [ὁ νοῡς] τῶν ἀεὶ γινομένων, ἐὰν μὴ θέλῃ ὁ ἄνθρωπος», Επιφάν.) 2. καταφατικός, βεβαιωτικός. επίρρ...… … Dictionary of Greek
συγκαταθετικώτερον — συγκαταθετικός assenting adverbial comp συγκαταθετικός assenting masc acc comp sg συγκαταθετικός assenting neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταθετικόν — συγκαταθετικός assenting masc acc sg συγκαταθετικός assenting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταθετικοῦ — συγκαταθετικός assenting masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταθετική — συγκαταθετικός assenting fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταθετικήν — συγκαταθετικός assenting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταθετικῶς — συγκαταθετικός assenting adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταθετικῷ — συγκαταθετικός assenting masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)