Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συγκαταθετικός

См. также в других словарях:

  • συγκαταθετικός — assenting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταθετικός — ή, ό / συγκαταθετικός, ή, όν, ΝΑ [συγκατατίθημι] 1. αυτός που συγκατατίθεται, που αποδέχεται, που επιδοκιμάζει («οὔπω δὲ συγκαταθετικὸς [ὁ νοῡς] τῶν ἀεὶ γινομένων, ἐὰν μὴ θέλῃ ὁ ἄνθρωπος», Επιφάν.) 2. καταφατικός, βεβαιωτικός. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • συγκαταθετικώτερον — συγκαταθετικός assenting adverbial comp συγκαταθετικός assenting masc acc comp sg συγκαταθετικός assenting neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταθετικόν — συγκαταθετικός assenting masc acc sg συγκαταθετικός assenting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταθετικοῦ — συγκαταθετικός assenting masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταθετική — συγκαταθετικός assenting fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταθετικήν — συγκαταθετικός assenting fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταθετικῶς — συγκαταθετικός assenting adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταθετικῷ — συγκαταθετικός assenting masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»