-
1 τοποθεσια
-
2 τοποθεσία
η1) местоположение; место расположения; место, местность; 2) пейзаж; 3) позиция -
3 τοποθεσία
[топотэсиа] ουσ θ местоположение, местность. -
4 αντίσταση
[-ις (-εως)] η в разн. знач сопротивление; противодействие;αντίσταση του αέρος — сопротивление воздуха;
τό κίνημα αντίστασης перен. — движение сопротивления;
αντίσταση κατά τού εχθρόύ — а) сопротивление врагу; — б) оборона, защита от нападения врага;
αντίσταση κατάντης αρχής — сопротивление властям;
χωρίς αντίσταση — без сопротивления;
φέρω αντίσταση — оказывать сопротивление;
συναντώ αντίσταση — встречать сопротивление;
τοποθεσία αντίστάσεώς воен. — рубеж сопротивления;
φωλεά αντίστάσεως воен. — очаг сопротивления;
κέντρον αντίστάσεως — воен, узел сопротивления
-
5 κατεχόμενος
η, ο[ν]1) занимаемый; оккупированный;κατεχόμενη τοποθεσία — занижаемая позиция;
2) охваченный радостным чувством
См. также в других словарях:
τοποθεσία — τοποθεσίᾱ , τοποθεσία topography fem nom/voc/acc dual τοποθεσίᾱ , τοποθεσία topography fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοποθεσίᾳ — τοποθεσίᾱͅ , τοποθεσία topography fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοποθεσία — η 1. η θέση ενός τόπου: Η τοποθεσία της Σκύρου είναι στις Σποράδες. 2. η θέση ενός ακινήτου σ έναν τόπο: Η τοποθεσία του Ζαππείου. 3. εξοχικό τοπίο: Μαγευτική τοποθεσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοποθεσία — η, ΝΜΑ [τοποθετῶ] 1. συγκεκριμένη θέση σε έναν τόπο (α. «σε ποια τοποθεσία έγινε η σύγκρουση;» β. «περὶ τῆς τοποθεσίας τῆς κατ Αἴγυπτον χώρας», Διόδ.) 2. περιοχή, περιφέρεια ή συνοικία («το σπίτι τους είναι στην ωραιότερη τοποθεσία τού χωριού»)… … Dictionary of Greek
Γεθσημανή ή Γεσθημανή — Τοποθεσία της Παλαιστίνης, κοντά στην Ιερουσαλήμ, όπου κατά τους Ευαγγελιστές Μάρκο και Ματθαίο προσευχήθηκε ο Ιησούς λίγο πριν από τη σύλληψή του. Η ονομασία στα εβραϊκά σημαίνει ελαιοτριβείο και είναι πιθανό ένα τέτοιο κτίσμα να υπήρχε στον… … Dictionary of Greek
τοποθεσίας — τοποθεσίᾱς , τοποθεσία topography fem acc pl τοποθεσίᾱς , τοποθεσία topography fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γολγοθάς — Τοποθεσία κοντά στην Ιερουσαλήμ, όπου, σύμφωνα με την αφήγηση των Ευαγγελιστών, σταυρώθηκε ο Ιησούς Χριστός. Η λέξη ερμηνεύεται από τους Ευαγγελιστές ως κρανίου τόπος και προέρχεται από την εβραϊκή λέξη γολγολέθ που σημαίνει κρανίο. Η ονομασία… … Dictionary of Greek
Ισόπατα — Τοποθεσία στα Β της Κνωσού και του μινωικού νεκροταφείου της Ζαφέρ Παπούρας, κοντά στη θάλασσα. Η σωστή της ονομασία είναι Στα σώπατα του Αγίου Νικολάου. Στην τοποθεσία αυτή βρισκόταν μινωικός βασιλικός τάφος που καταστράφηκε από βομβαρδισμό κατά … Dictionary of Greek
Τάφρος μεγάλη — Τοποθεσία στη Μεσσηνία. Στην τοποθεσία αυτή έγινε πολύνεκρη σύγκρουση μεταξύ Μεσσηνίων και Σπαρτιατών στον B’ Mεσσηνιακό πόλεμο (645 628 π.Χ.). Στη μάχη αυτή νίκησαν οι Σπαρτιάτες γιατί εξαγόρασαν τον σύμμαχο των Μεσσηνίων βασιλιά των Αρκάδων… … Dictionary of Greek
τοποθεσίαι — τοποθεσίᾱͅ , τοποθεσία topography fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοποθεσίαν — τοποθεσίᾱν , τοποθεσία topography fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)