-
1 συνδικαλιστικός
η, ό[ν]1) профсоюзный;συνδικαλιστικόςή οργάνωση — профсоюзная организация;
συνδικαλιστικόςό κίνημα — профсоюзное движение;
2) синдикалистский
См. также в других словарях:
συνδικαλιστικός — ή, ό, Ν [συνδικαλιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνδικαλισμό 2. φρ. α) «συνδικαλιστικό δίκαιο» (νομ.) το σύνολο τών νομοθετικών διατάξεων και κανονισμών το οποίο αφορά τη σωματειακή οργάνωση και τη συλλογική δράση τών υποκειμένων… … Dictionary of Greek
συνδικαλιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο συνδικαλισμό: Περιορίστηκαν οι συνδικαλιστικές ελευθερίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνδικαλικός — ή, ό, Ν [συνδικαλισμός] συνδικαλιστικός … Dictionary of Greek