Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κᾰκό-τεχνος

См. также в других словарях:

  • ευρεσίτεχνος — η, ο (Α εὑρεσίτεχνος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευρεσίτεχνο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αρχ. αυτός που ανακαλύπτει τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι (< ευρίσκω) τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έν τεχνος, κακό τεχνος) …   Dictionary of Greek

  • εύτεχνος — εὔτεχνος, ον (ΑΜ) (για πράγματα) αυτός που είναι έντεχνα κατασκευασμένος αρχ. (για πρόσ.) έμπειρος στην τέχνη, βαθύς γνώστης τής τέχνης. επίρρ... εὐτέχνως (ΑΜ) επιτήδεια, επιδέξια, με τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό… …   Dictionary of Greek

  • ισότεχνος — ἰσότεχνος, ον (Α) ίσος με κάποιον άλλο στην τέχνη ή στην επιδεξιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό τεχνος, ομοιό τεχνος] …   Dictionary of Greek

  • καλλίτεχνος — η, ο (Α καλλίτεχνος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κατασκευαστεί με καλλιτεχνία αρχ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ καλλίτεχνος αυτός που κατασκευάζει καλλιτεχνήματα, ο καλλιτέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό τεχνος,… …   Dictionary of Greek

  • πάντεχνος — ον, Α χρήσιμος για όλες τις τέχνες («παντέχνου πυρὸς σέλας», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό τεχνος] …   Dictionary of Greek

  • φιλότεχνος — η, ο / φιλότεχνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αγαπά την τέχνη και, ιδίως, τις καλές τέχνες (α. «πολλοί φιλότεχνοι επισκέφθηκαν την έκθεση ζωγραφικής» β. «οἱ κύκλοι τῶν φιλοτέχνων», Πλούτ.) 2. αυτός που κατασκευάζει ή επεξεργάζεται κάτι με επιμέλεια και …   Dictionary of Greek

  • χειρότεχνος — ὁ, Α ο χειροτέχνης. επίρρ... χειροτέχνως Α χειροτεχνικῶς*, με τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού χειροτέχνης, κατά τα σύνθ. σε τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό τεχνος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»