-
1 κυρτεύς
A one that fishes with the κύρτη, Herod.3.51, Opp.H.3.352:—also [suff] κυρτ-ευτής, οῦ ὁ, AP6.230 (Maec.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυρτεύς
-
2 κυρταίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυρταίνω
-
3 κυρταύχην
A with bulging neck, Quint.1.5.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυρταύχην
-
4 κυρτεία
κυρτ-εία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυρτεία
-
5 κύρτη
-
6 κυρτήν
A gibbus, Gloss. -
7 κυρτία
-
8 κυρτιάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυρτιάω
-
9 κυρτίδιον
A strainer, Dsc.1.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυρτίδιον
-
10 κύρτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύρτιον
-
11 κυρτίς
-
12 κυρτός
A bulging, swelling,κῦμα Il.4.426
;κύματα κυρτὰ φαληριόωντα 13.799
, cf. Sosicr.2;θάλασσα κυρτὸν ἐπαφρίζῃ Mosch.Fr.1.5
; τὼ δέ οἱ ὤμω κυρτώ humped, Il.2.218, cf. AP11.120;τὸ κ. τῶν ὤμων Jul. Or.6.201b
: hence, hunchbacked, PFay.121.15 (i/ii A.D.);βραχίων κ. πέφυκεν ἐς τὸ ἔξω μέρος Hp.Fract.8
;κ. τροχός E.Ba. 1066
;κυρτὴ κάμηλος Babr.40.2
;καρῖδες Ophel.1
: [comp] Comp.κυρτότερος Phlp. in Ph. 696.26
: [comp] Sup.κυρτότατοι φύλλον Thphr.HP3.10.5
. -
13 κύρτος
κύρτ-ος, ὁ,A = κύρτη 1, Sapph.120, Pl.Sph. 220c, POxy.520.20 (ii A.D.);τῷ τοῦ κ. πλέγματι Pl.Ti. 79d
; μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις weels that secure a lazy prey for men whether asleep or awake, Id.Lg. 823e (hence prov.εὕδοντι κ. αἱρεῖ Diogenian.4.65
), cf. Lib.Ep.86.1;κύρτῳ θηρεύουσι τοὺς ἰχθῦς Arist. HA 603a7
. -
14 κυρτότης
A humped shoulders, stoop,ἡ Πλάτωνος κ. Plu.2.26b
; convex surface of a bone, etc., Gal.UP2.7, 12.5 (pl.), al.; of the spherical moon, Plu. 2.922d; of the earth, Cleom.1.8;τῆς θαλάσσης Str.1.1.20
, Theo Sm. p.123 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυρτότης
-
15 κυρτόω
A hump up, make convex, κυρτῶν νῶτα, of a bull preparing to charge, E.Hel. 1558; τὴν χεῖρα ὑπὲρ τοῦμετώπου κεκυρτωκότες Ath.14.629f
;καταιγίδες εἴς οὐρανὸν κυρτοῦς τὰ κύματα Lib.Or.59.138
;λαίφεα AP10.15
(Paul. Sil.); κ. ὀστοῦν make the skull bulge, Antyll. ap. Orib.46.27.6:—[voice] Pass.,κῦμα περιστάθη, οὔρεϊ ἶσον, κυρτωθέν Od.11.244
;κυρτοῦσθαι ῥάχιν Opp.C.3.273
; of leeches, Opp.H.2.602: in Prose,οἱ φοίνικες ὑπὸ βάρους πιεζόμενοι ἄνω κυρτοῦνται ὥσπερ οἱ ὄνοι οἱ κανθήλιοι X.Cyr.7.5.11
; become hunchbacked, Sor.1.112: [tense] aor. 1 [voice] Med. ἐκυρτώσαντο bulged,δειρήν Nonn. D.37.564
. -
16 κυρτώδης
κυρτ-ώδης, ες,A = κυρτοειδής 1,ζῴδιον Cat.Cod.Astr.7.205
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυρτώδης
-
17 κύρτωμα
A bulge, κ. τοῦ ὀστέου its natural convexity, Hp. Fract.8;μεταφρένου Luc.Ind.7
;τὸ κατὰ τὴν ῥάχιν κ. D.S.2.54
: in pl., of the earth's convexity, Cleom.1.2, 2.6.2 rotundity,ἀσκοῦ Hp. Art.47
; swelling, Id.Prog.11 (pl.); of sham pregnancy, Id.Prorrh.2.26; outside of bowl of a cup, Ath.11.488d; convex front of half-moon formation, Plb.3.113.8, Onos.21.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύρτωμα
-
18 κυρτών
-
19 κύρτωσις
II κύρτωσις· τὸ μέσον τῆς ῥάχεως, EM774.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύρτωσις
-
20 κυρτωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυρτωτός
См. также в других словарях:
-ώ — ῶ, ΝΜΑ κατάληξη τών συνηρημένων ενεργητικών ρημάτων σε άω (πρβλ. νελ άω, ώ/ῶ, τιμ άω, ώ/ῶ), σε έω (πρβλ. βοηθέω, ώ/ῶ, φρουρ έω, ώ/ῶ) και ήω (πρβλ. ζ ήω, ώ/ῶ, πειν ήω, ώ/ῶ) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, καθώς και σε όω (πρβλ. κυρτ όω, ῶ, ορθ όω … Dictionary of Greek
-ώνω — ΝΜ 1. κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής τα οποία προέρχονται, συνήθως, από τα συνηρημένα ρήματα τής Αρχαίας σε όω, ῶ, χωρίς μεταβολή τής κύριας σημασίας τους (πρβλ. ελευθερ ώνω < ἐλευθερ όω, ῶ, θεμελι ώνω < θεμελι όω, ῶ, κυρτ ώνω <… … Dictionary of Greek
μολυβδιώ — μολυβδιῶ, άω (Α) έχω το χρώμα τού μολύβδου («μολυβδιᾷς ὑπὸ νόσου», Κωμ. αδέσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + επίθημα ιάω, ώ, που δηλώνει ασθένεια (πρβλ. κυρτ ιώ, λεοντ ιώ)] … Dictionary of Greek