-
1 λυγοτευχής
λῠγοτευχής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυγοτευχής
-
2 λυγοτευχέα
λυγοτευχήςmade of withes: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)λυγοτευχήςmade of withes: masc /fem acc sg (epic ionic) -
3 κύρτος
κύρτ-ος, ὁ,A = κύρτη 1, Sapph.120, Pl.Sph. 220c, POxy.520.20 (ii A.D.);τῷ τοῦ κ. πλέγματι Pl.Ti. 79d
; μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις weels that secure a lazy prey for men whether asleep or awake, Id.Lg. 823e (hence prov.εὕδοντι κ. αἱρεῖ Diogenian.4.65
), cf. Lib.Ep.86.1;κύρτῳ θηρεύουσι τοὺς ἰχθῦς Arist. HA 603a7
.
См. также в других словарях:
λυγοτευχής — λυγοτευχής, ές (Α) κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + τευχής (< τεῦχος < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεο τευχής, τοξο τευχής] … Dictionary of Greek
λυγοτευχέα — λυγοτευχής made of withes neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λυγοτευχής made of withes masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύγος — (I) ο, η (Α λύγος, ἡ και ὁ) 1. η λυγαριά 2. (κυρίως στον πληθ.) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, κατάλληλα συνήθως για πλέξιμο καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κάθε ράβδος ακόμη και μετάλλινη («καθῆστο μέντοι λύγον… … Dictionary of Greek