-
1 κωπ-ηλασία
κωπ-ηλασία, ἡ, das Rudern, Schol. Ar. Ran. 271 u. a. Sp.
-
2 κωπ-ηλατικός
κωπ-ηλατικός, ή, όν, der Ruderer, das Rudern betreffend, Hesych.
-
3 κωπ-ηλατέω
κωπ-ηλατέω, die Ruder in Bewegung setzen, rudern, Pol. 1, 21, 1 u. Sp., wie Luc. V. H. 1, 40; übertr., ναυπηγίαν δ' ὡςεί τις ἁρμόζων ἀνὴρ διπλοῖν χαλινοῖν τρύπανον κωπηλατεῖ Eur. Cycl. 460, den Bohrer in Bewegung setzen.
-
4 κωπ-ηλάτης
-
5 κωπ-ήρης
-
6 κωπ-ήλατος
κωπ-ήλατος, bei Hesych. κωπαιώδης, μακρός erkl., also ruderförmig gestreckt.
-
7 κωπέω
A furnish with oars, in [tense] pf. [voice] Pass.,κεκώπηται ἡ ναῦς Hsch.
: pl.κεκώπηνται IG22.1604.73
. -
8 κωπεύς
-
9 κωπεύω
II (κώπη 2
) κεκώπευται στρατός it has the sword drawn, Anon. ap. Hsch. -
10 κωπεών
-
11 κώπη
κώπ-η, ἡ,A handle (v. fin.); esp.1 handle of an oar, Hsch.: hence, the oar itself (not in Il.),ἐμβαλέειν κώπῃς Od.9.489
;κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῖνα.. τύπτετε 12.214
, cf. Sapph.120, etc.;οἱ τὰς κ. ξύοντες Thphr. HP5.1.6
, cf. κωποξύστης; κώπαν σχάσον, metaph., 'stay thy hand', Pi.P.10.51; νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, = θαλαμίτης, metaph., of a man of low rank, A.Ag. 1618;πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων S.Tr. 561
; παραπέμπειν ἐφ' ἕνδεκα κώπαις, a prov. of dub. origin, meaning 'to escort with all the honours', Ar.Eq. 546, cf. Eust.1540.44, Suid. s.v. ἐφ' ἕνδεκα; κώπαισι πλεῖν take to the oars, when the wind fails, Men. 241;κώπαις ποιεῖσθαι τὸν πλοῦν Arist.IA 710a19
: poet., to express ships, κλεινᾷ σὺν κώπᾳ, of Agamemnon's fleet, E.IT 140 (lyr.), cf. Hel. 1272, 1452 (lyr.).2 handle of a sword, hilt,ἐπ' ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα Il.1.219
, cf. Od.8.403;ξίφεος δ' ἐπεμαίετο κώπην 11.531
;χεῖρα κώπης ἐπιψαύουσαν S.Ph. 1255
;φάσγανον κώπης λαβών E.Hec. 543
.5 handle or spoke by which a mill is turned, PSI5.530.10 (iii B.C.), Agatharch.26, PRyl.167.11 (i A.D.), Luc.Asin.42.6 haft of a whip, Hsch.s.v. Κερκυραία μάστιξ. -
12 κωπήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωπήεις
-
13 κωπηλασία
κωπ-ηλᾰσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωπηλασία
-
14 κωπηλατέω
2 metaph., of any similar motion forwards and backwards, as of a carpenter using an auger,τρύπανον κ. E.Cyc. 461
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωπηλατέω
-
15 κωπηλάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωπηλάτης
-
16 κωπηλατικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωπηλατικός
-
17 κωπήλατος
κωπ-ήλᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωπήλατος
-
18 κωπήρης
A furnished with oars, ;στρατός S.Fr.142.16
; ;πλοῖον Th.4.118
; κωπῆρες (sc. πλοῖον), τό, Plu.Ant.65, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωπήρης
-
19 κωπητήρ
A = τροπωτήρ, Hermipp.54, Agath.5.21, cf. Poll.1.92; v. ἐπικωπητήρ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωπητήρ
-
20 κωπίον
2 in pl., false ribs, Poll.2.181.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ιππηλάτης — ο (ΑΜ ἱππηλάτης και ας, ομηρ. μόνο ίππηλάτα, ως επίθ.) νεοελλ. ιππέας ιπποδρομίου, αναβάτης, αυτός που τρέχει πάνω σε άλογο σε ιππικούς αγώνες, κν. τζόκεϋ || (μσν. αρχ.) αυτός που οδηγεί ίππο ή άρμα αρχ. 1. ο μαχόμενος έφιππος ή πάνω σε άρμα,… … Dictionary of Greek
καμηληλάτης — ο οδηγός καμήλας, καμηλιέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ιχν ηλάτης, κωπ ηλάτης] … Dictionary of Greek
καμηληλασία — η (Α καμηληλασία) η οδήγηση καμήλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. ιχν ηλασία, κωπ ηλασία] … Dictionary of Greek
καστάναιον — καστάναιον, τὸ (Α) επιγρ. στον πληθ. τὰ καστάναια τα κάστανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον + αιον (πρβλ. κεφάλ αιον, κώπ αιον)] … Dictionary of Greek
κρικηλασία — η (Α κρικηλασία) είδος παιδικού παιχνιδιού, το τσέρκι, το στεφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω. Το η τού τ. οφείλεται στον νόμο τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. κωπ ηλασία, τροχ ηλασία)] … Dictionary of Greek
κυνηλασία — κυνηλασία, επικ. τ. κυνηλασίη, ἡ (Α) το κυνήγι με σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. κωπ ηλασία, ξεν ηλασία. Το η τού τ. ερμηνεύεται με τη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
λευκήρης — λευκήρης, ες (Α) λευκός, άσπρος («γενείου λευκήρη τρίχα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + επίθημα ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω»). Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. κωπ ήρης, ποδ ήρης)] … Dictionary of Greek
μονήρης — ες (ΑΜ μονήρης, ῆρες) 1. αυτός που ζει μόνος του, αυτός που ζει απομονωμένος από τους άλλους, απόκοσμος, μοναχικός, έρημος 2. (για λέξεις) αυτή που απαντά μόνο μια φορά ή αυτή που δεν σχηματίζει παράγωγα νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… … Dictionary of Greek
ποδήλατος — η, ο, Ν αυτός που κινείται με τη δύναμη τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πους, ποδός + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. κωπ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ρινήλατος — ον, ΜΑ αυτός που ανιχνεύεται με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ήλατος, κωπ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
στραβεύς — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κωπεύς». [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ τού στρεβ λός* + επίθημα εύς (πρβλ. κωπ εύς)] … Dictionary of Greek