-
1 κωπηρες
-
2 κωπήρες
κωπήρηςfurnished with oars: masc /fem voc sgκωπήρηςfurnished with oars: neut nom /voc /acc sg -
3 κωπῆρες
κωπήρηςfurnished with oars: masc /fem voc sgκωπήρηςfurnished with oars: neut nom /voc /acc sg -
4 κωπ-ήρης
-
5 κωπήρης
A furnished with oars, ;στρατός S.Fr.142.16
; ;πλοῖον Th.4.118
; κωπῆρες (sc. πλοῖον), τό, Plu.Ant.65, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωπήρης
-
6 κωπήρης
κωπ-ήρης, ες, mit Rudern versehen; τὸ κωπῆρες, das Ruderschiff. Das Ruder haltend
См. также в других словарях:
κωπῆρες — κωπήρης furnished with oars masc/fem voc sg κωπήρης furnished with oars neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλέρα — Κωπήρες πλοίο, τυπικό της Μεσογείου, που έφερε όμως και πανιά ως βοηθητικά της πρόωσης και το χρησιμοποιούσαν για πολεμικούς σκοπούς κυρίως κατά τον Μεσαίωνα. Η γ. προήλθε από τον βυζαντινό δρόμωνα και διατήρησε σχεδόν αμετάβλητα τα… … Dictionary of Greek
κωπήρης — ες (Α κωπήρης, ῆρες) αυτός που είναι εφοδιασμένος ή κινείται με κουπιά, κωπήλατος («ἔθραυον πάντα κωπήρη στόλον», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που κρατά το κουπί («κωπήρης χείρ», Ευρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὁ κωπῆρες πλοίο που κινείται με κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek