-
1 κτυπος
-
2 κτύπος
-
3 αλικτυπος
-
4 αρματοκτυπος
-
5 αρρην
Iэп. и староатт. ἄρσην, ион. ἔρσην 2, gen. ενος1) мужского пола, мужской(θεός, ἵππος Hom.; νηδύς Eur.; ἰχθύες Arst.; ἔλαιος Soph.)
2) мужественный(τῆσδε γῆς οἰκήτορες Aesch.; φρένες Eur.)
3) мощный, сильный(κτύπος Soph.; βοή Arph.)
4) грам. мужского рода(ὀνόματα Arph.; τὰ γένη τῶν ὀνομάτων Arst.)
IIэп. и староион. ἄρσην - ενος ὅ1) мужчина Aesch., Thuc., Arst.2) самец Arst. -
6 βαρυκτυπος
-
7 βυρσα
ἥ1) (содранная) шкура, кожа Batr., Her., Arph., Arst., Plut.2) редко шкура (на животном) Theocr.3) барабанная шкура, барабан(βύρσης κτύπος Eur.)
4) мех для вина(οἶνος ἀπὸ βύρσης Luc.)
-
8 διοβολος
2брошенный Зевсомκτύπος δ. Soph. — гром, ниспосланный Зевсом -
9 δομοσφαλης
-
10 δορικτυπος
-
11 επτακτυπος
-
12 ερειπω
(aor. 1 ἤρειψα, aor. 2 ἤρῐπον; pass.: aor. ἠρείφθην, pf. ἤρειμμαι и ἐρήριμμαι, ppf. ἠρείμμην и ἐρηρίμμην)1) разрушать(ὄχθας καπέτοιο ποσσίν Hom.; τεῖχος Hom., Xen.; πόλιν Soph.; προμαχεῶνα Her.; τὰς πλείστας τῶν οἰκιῶν Plut.)
2) уничтожать, истреблять(γένος τι Soph.)
3) med.-pass. (с aor. ἤρῐπον - эп. тж. ἔριπον) падать, валиться(ἐξ ὀχέων Hom.; ἤριπε γυιωθείς Hes.)
ἐρείπεσθαι εἴς τινα Plut. — падать на что-л.;ἐρειφθεὴς ἔν τινι Soph. — распростертый на чем-л.;γνὺξ ἔριπε Hom. — он упал на колени;ἤριπε δ΄ ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπεν Hom. — (Асий) рухнул словно некий дуб;μάλα μέγας ἐρείπεται κτύπος Soph. — обрушивается страшный удар4) med. нападать, бросаться(εἴς τινα Plut.)
-
13 ερικτυπος
-
14 ηλιοκτυπος
-
15 ηχεω
дор. ἀχεω (ᾱ)1) греметь, грохотать(ἠχεῖ κάρη Ὀλύμπου Hes.)
2) звенеть, звучать, гудеть(ἤχεσκε (impf.) ὅ χαλκός τῆς ἀσπίδος Her.; τὰ κοῖλα μᾶλλον ἠχεῖ Arst.)
φόρμιγξ ἀχήσειεν Arph. — пусть зазвучит форминга;τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ Plat. — медные сосуды, будучи ударены, долго звенят3) издавать, поднимать(κωκυτόν, γόους Soph.)
ἠ. χαλκέον Theocr. — бить в медный кимвал;τίς παρ΄ ὑμῶν ἠχεῖται κτύπος ; Soph. — что означает поднятый вами крик?4) запевать, петь(ὕμνον Aesch.; μέλος Eur.)
-
16 μυδροκτυπος
2кующий раскаленное железо -
17 ξυντροφος
21) вместе воспитанный, вместе выросший(τινι Her., Arph. и τινος Polyb., NT.)
παλαιᾷ σ. ἁμέρᾳ Soph. — древний, старый2) вместе живущий(τινι Her., Soph.)
3) родственный, родной, близкий(τὸ γένος Soph.)
ξύντροφον ὄμμα Soph. — глаз (взор) близкого человека4) воспитанный, приученный(τινι и τινος Her. etc.)
σ. γεγονὼς τόλμης Polyb. — приученный к храбрости;σ. τῇ πενίᾳ Luc. — выросший в нужде5) внушенный сызмальства, врожденный(εἰρήνης ἔρως Plut.)
6) привычный, обычныйτῇ Ἑλλάδι πενίη ἀεὴ σ. ἐστι Her. — в Элладе бедность существовала всегда;
κτύπος φωτὸς σ. τοῦ ὡς τειρομένου Soph. — словно звук, свойственный страдающему человеку, т.е. как бы стон больного7) вместе пасущий(τῇς ἀγέλης Plut.)
8) прирученный, ручной(θηρία Xen.; ὄρνις Plut.)
9) совместно питающийτοῖς ὕδασι ξύντροφα πνεύματα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων Plat. — ветры, которые, как и вода, питают то, что произрастает из земли
10) содействующий сохранению или поддержанию(ζωῆς Xen.). - см. тж. σύντροφον
-
18 ομβροκτυπος
-
19 ορσικτυπος
-
20 πεδιοπλοκτυπος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κτύπος — crash masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek
κτύπε — κτύπος crash masc voc sg κτυπέω crash aor imperat act 2nd sg (epic) κτυπέω crash aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύποι — κτύπος crash masc nom/voc pl κτύποῑ , κτυπέω crash aor opt act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύποις — κτύπος crash masc dat pl κτυπέω crash aor opt act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπον — κτύπος crash masc acc sg κτυπέω crash aor ind act 3rd pl (epic) κτυπέω crash aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπου — κτύπος crash masc gen sg κτυπέω crash aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπους — κτύπος crash masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπων — κτύπος crash masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπῳ — κτύπος crash masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόκτυπος — θεόκτυπος, ον (Μ) αυτός που γίνεται με κτύπους τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κτυπος (< κτύπος), πρβλ. αλί κτυπος βαρύ κτυπος] … Dictionary of Greek