Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ξύντροφος

См. также в других словарях:

  • ξύντροφος — σύντροφος , σύντροφος brought up together with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύντροφος — ο, η / σύντροφος, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. συντρόφισσα Ν, και αττ. τ. ξύντροφος, ον, Α [συντρέφω] (κυρίως σχετικά με πρόγμ. και καταστάσεις) αυτός τον οποίο δεν αποχωρίζεται ή δεν μπορεί να αποχωριστεί κάποιος, ο στενά συνυφασμένος (α. «από τότε που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»