-
1 βαρυβρεμετης
-
2 βαρυβρομητης
-
3 βαρυβρομος
-
4 βαρυγδουπος
-
5 βαρυκτυπος
-
6 βαρυσφαραγος
См. также в других словарях:
βαρυβρεμέτης — βαρυβρεμέτης, ο (θηλ. βαρυβρεμέτειρα) (Α) εκείνος που βροντά δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + βρεμέτης < βρέμω «κάνω πάταγο, κρότο»] … Dictionary of Greek
βαρυβρεμέτα — βαρυβρεμέτᾱ , βαρυβρεμέτης loud thundering masc nom/voc/acc dual βαρυβρεμέτης loud thundering masc voc sg βαρυβρεμέτᾱ , βαρυβρεμέτης loud thundering masc gen sg (doric aeolic) βαρυβρεμέτης loud thundering masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek