Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

βαρυβρεμετης

См. также в других словарях:

  • βαρυβρεμέτης — βαρυβρεμέτης, ο (θηλ. βαρυβρεμέτειρα) (Α) εκείνος που βροντά δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + βρεμέτης < βρέμω «κάνω πάταγο, κρότο»] …   Dictionary of Greek

  • βαρυβρεμέτα — βαρυβρεμέτᾱ , βαρυβρεμέτης loud thundering masc nom/voc/acc dual βαρυβρεμέτης loud thundering masc voc sg βαρυβρεμέτᾱ , βαρυβρεμέτης loud thundering masc gen sg (doric aeolic) βαρυβρεμέτης loud thundering masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»