-
1 επτακτυπος
См. также в других словарях:
τρίκτυπος — ον, Α (ως προσωνυμία τής θεάς Σελήνης) αυτός που αντηχεί τριπλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κτύπος (πρβλ. ἑπτά κτυπος)] … Dictionary of Greek
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek