Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μυδροκτύπος

См. также в других словарях:

  • μυδροκτύπος — μυδροκτύπος, ον (Α) αυτός που σφυρηλατεί πυρακτωμένο σίδηρο, σιδηρουργός («μυδροκτύπου μίμημ ὑπὲρ κάρα βαλὼν ξύλον καθῆκε παιδὸς εἰς ξανθὸν κάρα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύδρος + κτύπος (< κτυπώ), πρβλ. ομβρο κτύπος] …   Dictionary of Greek

  • μυδροκτύπος — forging red hot iron masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυδροκτύπον — μυδροκτύπος forging red hot iron masc/fem acc sg μυδροκτύπος forging red hot iron neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… …   Dictionary of Greek

  • μυδροκτυπώ — μυδροκτυπῶ, έω (Α) [μυδροκτύπος] (για τον Ήφαιστο) σφυρηλατώ πυρακτωμένο σίδερο («κορυφαῑς δ έν ἄκραις ἥμενος μυδροκτυπεῑ Ἥφαιστος», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»