Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κτημάτων

См. также в других словарях:

  • κτημάτων — κτη̱μάτων , κτῆμα anything gotten neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • αγροτική νομοθεσία — Το σύνολο των νομικών κανόνων που ρυθμίζουν κυρίως θέματα εποικισμού ή αποκατάστασης ακτημόνων ή προσφύγων με την παραχώρηση κτημάτων του δημοσίου ή την αναγκαστική απαλλοτρίωση κτημάτων που ανήκουν σε διάφορα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η α.ν.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • αγροφυλακή — Δημόσια υπηρεσία που είχε έργο της την τήρηση της αγροτικής ασφάλειας και καταργήθηκε το 1993. Πρώτος νόμος που αφορούσε θέματα α. ήταν το διάταγμα της 13 5 1835 «περί προξενουμένης εις τους αγρούς βλάβης εκ της βοσκής ζώων», ενώ από τους νόμους… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κτηματαγορά — η 1. τόπος όπου διενεργούνται αγοραπωλησίες κτημάτων 2. το σύνολο τών τιμών και τών συνθηκών που ισχύουν κατά την αγορά και πώληση τών κάθε είδους κτημάτων, αστικών ή αγροτικών, σε ορισμένη χρονική περίοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + αγορά] …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • αγροτικά αδικήματα — Αξιόποινες πράξεις που στρέφονται κατά της αγροτικής ιδιοκτησίας και γίνονται σε βάρος των αγροτικών κτημάτων. Τα α.α. διακρίνονται σε αγροζημίες, αγροτικές παραβάσεις και αγρονομικές παραβάσεις. Αγροζημίες θεωρούνται οι κλοπές, οι υπεξαιρέσεις… …   Dictionary of Greek

  • αγροτική μεταρρύθμιση — Οργανικό σύνολο νομοθετικών και διοικητικών μέτρων, με τα οποία τροποποιείται η κατανομή και η διάρθρωση της έγγειας ιδιοκτησίας, με σκοπό τη βελτίωση της θέσης των αγροτών, την επίλυση των προβλημάτων ανεργίας ή υποαπασχόλησης στις αγροτικές… …   Dictionary of Greek

  • αγροτικό ζήτημα — Τo σύνολο των θεμάτων που αφορούν την αγροτική πολιτική, κυρίως όμως τα προβλήματα που αφορούν την κατανομή της αγροτικής ιδιοκτησίας. Το βασικό χαρακτηριστικό του α.ζ. είναι η αποξένωση των αγροτών από την ιδιοκτησία της γης και η ανεπάρκεια του …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»