-
1 ὄφελος
ὄφελος, τό, Förderung, Nutzen, Vortheil; αἴ κ' ὄφελός τι γενώμεϑα, Il. 13, 236, ob wir einiger Nutzen werden, ob wir einigermaßen nützlich werden, nützen können; ὅς τοι πόλλ' ὄφελος γένετο, πτόλεΐ τε καὶ αὐτῷ, 17, 152, wie οὐδὲν σοί γ' ὄφελος, d. i. dir kommt es nicht zu Statten, 22, 513; ὄφελός τί μοι ἔσσῃ, H. h. Merc. 34; λέγεις δ' Ἀτρείδαις ὄφελος ἢ' π' ἐμοὶ τάδε, Soph. Phil. 1370; τί δῆτ' ἂν εἴης ὄφελος ἡμῖν; was wärst du uns nütze, Ar. Plut. 1152, vgl. Eccl. 53; – c. gen., πολυδρόμου φυγᾶς ὄφελος εἴ τί μοι, Aesch. Suppl. 718, Nutzen von der Flucht haben, wie τῶν ὄφελος οὐδέν, sie nutzen Nichts, Her. 8, 68; τί γὰρ ὄφελος σώματί γε κάμνοντι σιτία πολλὰ διδόναι; Plat. Gorg. 504 e; οἶσϑ' ὅτι οὐδὲν ἡμῖν ὄφελος, Rep. VI, 505 a; und oft adjectivisch, οἷ ἐλϑὼν μήτε ὑμῖν μήτε ἐμαυτῷ ἔμελλον μηδὲν ὄφελος εἶναι, ich sollte Nichts nütze sein, Apol. 36 c; ἐάν τι ἡμῶν ὡς νομοϑετῶν ὄφελος ᾖ, Rep. VII, 530 c, u. öfter so c. genit., vgl. noch Charmid. 175 b, εἴ τι ἐμοῦ ὄφελος ἦν πρὸς τὸ καλῶς ζητεῖν; Xen. ὄφελος οὐδὲν γεωργοῦ ἀργοῦ, ein fauler Ackersmann ist nichts nütze, Cyr. 1, 6, 18, wie ἀρετῆς οὐδὲν ὄφελός ἐστι, 3, 1, 16; τῶν κτημάτων οὐδ' ὁτιοῦν ὄφελος ἂν εἴη, Dem. 24, 217; μαγείρῳ μαχαίρας οὐδέν ἐστιν ὄφελος, ἥτις μὴ τέμνει, 25, 46; Sp., πάντες, ὧν καὶ μικρὸν ὄφελος, Pol. 3, 36, 6; Plut. adv. Stoic. 8 u. Luc.
-
2 ὄφελος
ὄφελος, τό, Förderung, Nutzen, Vorteil; αἴ κ' ὄφελός τι γενώμεϑα, ob wir einigen Nutzen werden, ob wir einigermaßen nützlich werden, nützen können; οὐδὲν σοί γ' ὄφελος, dir kommt es nicht zu Statten; πολυδρόμου φυγᾶς ὄφελος εἴ τί μοι, Nutzen von der Flucht haben, wie τῶν ὄφελος οὐδέν, sie nutzen nichts; adjectivisch: οἷ ἐλϑὼν μήτε ὑμῖν μήτε ἐμαυτῷ ἔμελλον μηδὲν ὄφελος εἶναι, ich sollte nichts nütze sein; ὄφελος οὐδὲν γεωργοῦ ἀργοῦ, ein fauler Ackersmann ist nichts nütze -
3 ὄφελος
ὄφελος, ους, τό (ὀφέλλω ‘increase’; Hom.+; OGI 519, 26 οὐδὲν ὄφελος ἡμεῖν; POxy 118 verso, 30 οὐδὲν ὄφ.; 1468, 6; Job 15:3; ApcSed 1, 3 [after 1 Cor 13:2]; Jos., Ant. 17, 154; Just.; Ath. 22, 8) an advantage derived from someth., benefit, good τί τὸ ὄφ.; what good does it do? Js 2:16 (Hierocles 14, 451; Philo, Migr. Abr. 55 and Just., D. 14, 1 τί γὰρ ὄφ.;). W. ἐάν foll. (cp. Ael. Aristid. 53 p. 640 D.; M. I. Brutus, Ep. 4) vs. 14; 2 Cl 6:2 (a saying of Jesus; in Mt 16:26 τί ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος, ἐὰν … ;). τί μοι τὸ ὄφ.; what good is it to me? 1 Cor 15:32. τί μοι ὄφελος ταῦτα ἑωρακότι καὶ μὴ γινώσκοντι … ; how does it benefit me to have seen this and not to understand … ? Hv 3, 3, 1 (τί μοι ὄφελος; Chariton 7, 4, 10).—DELG s.v. 2 ὀφέλλω. M-M. -
4 ὄφελος
A furtherance, advantage, help, αἴ κ' ὄφελός τι γενώμεθα in case we can be of any use, Il. 13.236; ὅς τοι πόλλ' ὄ. γένετο who was a help to thee in many matters, 17.152; οὐδὲν σοί γ' ὄ. not as any good to thee, 22.513;ὄ. τί μοι ἔσσῃ h.Merc.34
;τί δ' ἔστ' ὄ. δειλὸς ἀνήρ
;Thgn.
102;λέγεις Ἀτρείδαις ὄ. ἢ 'π' ἐμοὶ τόδε
;S.
Ph. 1384; τί δῆτ' ἂν εἴης ὄ. ἡμῖν; what good could you be to us? Ar.Pl. 1152, cf. Pl.R. 505a, etc.; τὸ μέγα ὄ. τῆς πόλεως, Lat. columen rerum, ironical in Aeschin.2.24 (quoted from D.): c. inf.,τί γὰρ ὄ. σώματί γε κάμνοντι.. σιτία πολλὰ διδόναι
;Pl.
Grg. 504e, cf. 513e;τί ζῆν ὄ. ᾧ μή 'στι τὸ ζῆν εἰδέναι
;Philem.
104.2 c. gen.,φυγᾶς ὄ. εἴ τί μοι A.Supp. 737
(lyr.);τῶν ὄ. ἐστι οὐδέν Hdt.8.68
.γ; οἷσι.. οὐδὲν ὄ. ἐστιν οὔτε χρημάτων οὔτε τῶν ἄλλων οὐδενὸς ἄτερ τῆς ὑγιείης Hp.Vict.3.69
;τί τῆς εὐμορφίας ὄ.
;E.
Fr. 548; ἐλευθερίας οὐδὲν ὄ. And.4.17;ἐάν τι ἡμῶν ὡς νομοθετῶν ὄ. ᾖ Pl.R. 530c
;ἀνὴρ ὅτου τι καὶ σμικρὸν ὄ. ἐστιν Id.Ap. 28b
;γεωργοῦ ἀργοῦ οὐδὲν ὄφελος X.Cyr.1.6.18
;μαγείρῳ μαχαίρας οὐδὲν ὄ. ἥτις μὴ τέμνει D.25.46
;τί δ' ὄ. εὖ λαλοῦντος, ἂν κακῶς φρονῇ
;Men.
821.3 ὅ τι πέρ ἐστ' ὄ. ἐν τῇ πόλει all that is best, all the best people, Ar.Ec.53, cf. Luc.Herod.8: c. gen., ὅ τι περ ὄ. τοῦ στρατεύματος the serviceable part (or perh. the flower) of the army, X.HG5.3.6, cf. Theoc.13.18; ὅ τι περ.. ἀπληστίας ὄ. the flower (acme) of gluttony, Luc.Tim.55.4 c. gen. objecti, help against a thing, Nic. Th. 518. -
5 όφελος
-
6 ὄφελος
-
7 ὀφελός
-
8 ὀφελός
-
9 ὄφελος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὄφελος
-
10 οφελος
I.ὁ сикионское слово Arst. = ὀβολός См. οβολοςII.οὐδὲν σοί γ΄ ὄ. Hom. — никакой тебе пользы (не будет от этого);
αἴ κ΄ ὄφελός τι γενώμεθα Hom. — может быть окажем мы кое-какую помощь;τί δῆτ΄ ἂν εἴης ὄ. ἡμῖν ; Arph. — какую же пользу можешь ты принести нам?;τῶν ὄφελός ἐστι οὐδέν Hom. οτ — них никакой пользы;ὅ τι περ ὄ. τοῦ στρατεύματος Xen. — лучшая часть войска -
11 όφελος
-
12 ὄφελος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὄφελος
-
13 όφελος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > όφελος
-
14 ὄφελος
польза, выгода, помощь.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὄφελος
-
15 ὄφελος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὄφελος
-
16 ὄφελος
-ους + τό N 3 0-0-0-1-0=1 Jb 15,3profit, benefit, goodCf. KRAFT 1972b 161.172 -
17 όφελος
[офэлос] ουσ ο польза, прибыль. -
18 όφελος
bénéfice -
19 όφελος
1) dobrodziejstwo (n) rzecz.2) korzyść (f) rzecz.3) przywilej (m) rzecz. -
20 όφελος
prospěch
См. также в других словарях:
οφελός — ὀφελός, ὁ (Α) σικυώνιος τ. αντί οβελός … Dictionary of Greek
ὄφελος — furtherance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όφελος — το (ΑΜ ὄφελος) [οφέλλω (II)] (μόνο στην ονομ. και αιτ.) 1. ωφέλεια, κέρδος (α. «έκανα τόσες προσπάθειες και ποιο το όφελος;» β. «τὶ ζῆν ὄφελος ᾧ μή στι τὸ ζῆν εἰδέναι;», Φιλήμ.) 2. το ωφέλιμο, το συμφέρον («δεν έχει κανένα όφελος και όμως τον… … Dictionary of Greek
όφελος — το ους, κέρδος, ωφέλεια: Τι το όφελος; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀφελῶν — ὄφελος furtherance neut gen pl (attic epic doric) ὀφέλλω IG fut part act masc nom sg (attic epic doric) ὀφελής advantageous masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) ὀφελός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφελούς — ὀφελός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφέλλω — (I) ὀφέλλω (Α) (επικ. και αρκαδ. τ.) βλ. οφείλω. (II) ὀφέλλω (Α) 1. αυξάνω, μεγαλώνω, υψώνω, επιτείνω («οὐ γάρ τις κείνῳ ἐναλίγκια κύματ ὀφέλλει... πόρος», Διον. Περ.) 2. δίνω τιμή, τιμώ («πεδίον σὺν θεῶν ὀφέλλειν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ευεργέτημα — Το αποτέλεσμα της ευεργεσίας, η χάρη, μια ωφέλιμη και γενικά καλή πράξη. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη νομική γλώσσα αλλά με διαφορετικές έννοιες, ανάλογα με τις περιπτώσεις. Στο μεσαιωνικό δίκαιο ο όρος ε. δήλωνε την παραχώρηση της κάρπωσης… … Dictionary of Greek