Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κτεις

См. также в других словарях:

  • κτείς — comb masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεις — ο (AM κτείς, ενός) θαλάσσιο οστρακόδερμο, το χτένι («ἂν δ οἷον οἱ κτένες κρεῶδες ἔχωσι τὸ πρὸς τῷ μυκτῆρι», Αριστοτ.) αρχ. 1. όργανο με το οποίο διευθετούνται, ευτρεπίζονται τα μαλλιά, χτένι 2. εξάρτημα τού αργαλειού από το οποίο διέρχονται οι… …   Dictionary of Greek

  • κτενί — κτείς comb masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτενός — κτείς comb masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεσί — κτείς comb masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεσίν — κτείς comb masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτένα — κτείς comb masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτένας — κτείς comb masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτένες — κτείς comb masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ctenophora — For the genus of crane flies, see Ctenophora (genus). Comb jellies Temporal range: Cambrian – Recent …   Wikipedia

  • Petoncle — Pétoncle Nom vernaculaire ou nom normalisé ambigu : Le terme « pétoncle » s applique, en français, à plusieurs taxons distincts. pétoncle …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»