Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πεντέ-κτενος

См. также в других словарях:

  • κατάκτενος — κατάκτενος, ον (Α) χτενισμένος με επιμέλεια («κατάκτενος κόμη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κτενος (< κτείς, κτενός «κτένα»), πρβλ. ά κτενος, πεντέ κτενος] …   Dictionary of Greek

  • πεντέκτενος — ον, Α 1. αυτός που είναι υφασμένος στην παρυφή με πέντε πορφυρά νήματα και με τρόπο κυματιστό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πεντέκτενα κοντοί χιτώνες υφασμένοι στην παρυφή τους με πέντε χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε (βλ. πεντα ) + κτενος (<… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»