-
1 κτήν
-
2 κτην-ωδία
κτην-ωδία, ἡ, das Viehische, die Viehmäßigkeit, bes. viehische Dummheit, Brutalität, Sp.
-
3 κτην-ίατρος
κτην-ίατρος, ὁ, Vieharzt, Sp.
-
4 κτην-ώδης
κτην-ώδης, ες, viehmäßig, Sp.
-
5 κτηναγωγία
A evectio, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτηναγωγία
-
6 κτηναφαίρεσις
A cattle-lifting, PMasp.2 ii 25 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτηναφαίρεσις
-
7 κτηνηδόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτηνηδόν
-
8 κτηνίατρος
κτην-ίατρος, ὁ,A cattle-doctor, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτηνίατρος
-
9 κτηνίτης
A belonging to beasts, ib.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτηνίτης
-
10 κτηνύδριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτηνύδριον
-
11 κτηνώδης
κτην-ώδης, ες,A like a beast, LXX Ps.72(73).22, Aesop. 324b;αἴσθησις Ph.1.151
: [comp] Comp., Hsch. Adv. -δῶς, γράφειν Tz.ad Lyc.797.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτηνώδης
-
12 κτηνίατρος
κτην-ίατρος, ὁ, Vieharzt -
13 κτηνώδης
κτην-ώδης, ες, viehmäßig -
14 κτηνωδία
κτην-ωδία, ἡ, das Viehische, die Viehmäßigkeit, bes. viehische Dummheit, Brutalität -
15 κτείς
A comb, Pherecr.100;πύξινος κ. AP6.211
(Leon.), Edict.Diocl.13.3, cf. Luc.Am.44: hence, of toothed objects,1 comb in the loom, by which the threads of the warp are kept separate, AP6.247 (Phil.); κναφικὸς κ. comb for carding wool, Tim.Lex.s.v. κνάφος.2 rake, AP6.297.5 (Phan.), Ph.Bel.100.10 (pl.).6 virilia, pubes, Hp.Aph.7.39, Art.51; pudenda muliebria, Call.Fr. 308, AP5.131 (Phld.), Ruf.Onom. 109, Sor.2.18.7 in pl., cutting-teeth, incisors, Poll.2.91.8 bivalve shellfish, scallop, Philyll.13, Archipp.24, Anaxandr.41.62 (anap.), Alex. 170, prob. in Theoc.14.17, cf. Arist.HA 525a22, al.b dual κτένε, perh. = scallopings (ornaments on a garment), IG12.386.8; cf. κτενωτός. -
16 κτίν
-
17 κτείς
Grammatical information: m.Meaning: `comb, comb in the loom', often metaph. e.g. `rake, rib, finger' (IA.).Compounds: Some compp., e.g. κτενο-πώλης `comb-handler' (Poll.), πεντέ-κτενος `with five teeth' (com.).Derivatives: κτένιον `id.' (Epich., pap.), κτενωτός `with teeth' (Att. inscr.), κτενᾶς m. comb-maker, wool-carder (Corykos), κτενωδῶς `comb-like' (Gloss.); κτενίζω `comb, card' (IA.) with - ισμός `combing' (E.), - ιστής `comber, hairdresser' (pap., Gal.), - ιστικός `belonging to combing' (pap.).Origin: IE [Indo-European] [797 niet] *peḱt-en- `comb'Etymology: Because of Lat. pecten `comb' since v. Sabler KZ 31, 275 explained from a zero grade *πκτ-εν- with loss of the initial π-. A different simplification of the initial in Iranian, where several Mod.Iran. forms, e.g. Pashto ẓ̌manj, NPers. šāna, point to *pḱ-en- (Morgenstierne Pashto 106; see Charpentier Acta Or. 7, 197 with a remark by Morgenstierne ibd. 199). Further s. πέκω.See also: Weiteres s. πέκω.Page in Frisk: 2,33-34Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κτείς
См. также в других словарях:
κτην — κτήν, ηνός, ὁ (Α) 1. άλλος τ. τού κτεις* 2. φρ. «ὁ κτὴν τοῡ ποδός» ο ταρσός, επειδή μοιάζει με χτένι … Dictionary of Greek
πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… … Dictionary of Greek
πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… … Dictionary of Greek
σπειροχαίτωση — η, Ν 1. (ιατρ. κτην.) λοιμώδες νόσημα που οφείλεται στην παρουσία μιας σπειροχαίτης στον οργανισμό 2. φρ. α) «σπειροχαίτωση τού κουνελιού» (κτην.) ζωονόσος με χρόνια εξέλιξη που χαρακτηρίζεται από την παρουσία επφανειακών διαβρώσεων στον… … Dictionary of Greek
τετανία — Κατάσταση αυξημένης διεγερσιμότητας του νευρικού συστήματος. Μπορεί να εκδηλωθεί γύρω στον τρίτο ή τέταρτο μήνα από τη γέννηση ή κατά την εφηβία και αποτελεί το σημαντικότερο σύμπτωμα του υποπαραθυρεοειδισμού. Ο παροξυσμός προκαλείται από… … Dictionary of Greek
περιπνευμονία — και περιπλευμονία και περιπλεμονία, η, ΝΑ / ιων. τ. περιπλευμονίη Α λοίμωξη τών πνευμόνων νεοελλ. 1. ιατρ. παλαιότερη ονομασία τής πνευμονίας 2. (κτην.) φλεγμονή τών πνευμόνων 3. φρ. α) «μολυσματική περιπνευμονία τών βοοειδών» (κτην.) φλεγμονή… … Dictionary of Greek
στειρότητα — η / στειρότης, ητος, ΝΜΑ, και στερρότης Α [στεῑρος] αδυναμία αναπαραγωγής ενός έμβιου όντος, άσχετα από την αιτία που τήν προκαλεί (α. «ανδρική στειρότητα» β. «γυναικεία στειρότητα») νεοελλ. 1. κατάσταση ενός βιολογικού μέσου, μιας ουσίας ή ενός… … Dictionary of Greek
στοματίτιδα — η, Ν 1. (ιατρ. κτην.) φλεγμονή τού βλεννογόνου τού στόματος 2. φρ. α) «ερυθηματώδης καταρροϊκή στοματίτιδα» στοματίτιδα που εκδηλώνεται με ερυθρότητα και, συχνά, με απολέπιση τών επιπολής στιβάδων τού βλεννογόνου β) «πολτώδης στοματίτιδα»… … Dictionary of Greek
τρυπανοσωμίαση — η, Ν 1. (ιατρ. κτην.) γενική ονομασία πρωτοζωικών παρασιτικών νόσων που προκαλούνται από τρυπανοσώματα 2. φρ. α) «αμερικανική τρυπανοσωμίαση» ιατρ. τρυπανοσωμίαση που προσβάλλει πολλά εκατομμύρια Νοτιοαμερικανών και οφείλεται στο Trypanosoma… … Dictionary of Greek
τυφοειδής — ές, Ν 1. τυφώδης 2. φρ. α) «τυφοειδής πυρετός» (i) ιατρ. λοιμώδης νόσος προκαλούμενη από το μικρόβιο Salmonella typhi, αλλ. κοιλιακός τύφος ii) (κτην.) οξεία μεταδοτική νόσος τών ιπποειδών β) «τυφοειδείς λοιμώξεις» (κτην.) παλαιότερη γενική… … Dictionary of Greek
ACTA Zone — apud Pomponium, Ζοναῖα ὄρν Nicandro. Eminentia autem littora et prominentia, Graecis Α᾿κταί. Poeta, Α᾿κτῆ ἐπὶ προυχούσῃ. Sic locum quendam Ephesi, collis nempe iugum urbi imminens, λεπρην` Α᾿κτην`, h. e. Asperam Actam, vocat Hipponax apud… … Hofmann J. Lexicon universale