Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κρόταλα

См. также в других словарях:

  • κρόταλα — κρόταλον clapper neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρόταλ' — κρόταλα , κρόταλον clapper neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροταλίζω — και κροταλώ και κροταλιώ και κουρταλώ (AM κροταλίζω, Μ και κρουταλίζω και κουρταλίζω) [κρόταλον] 1. παράγω ήχο χτυπώντας τα κρόταλα ή κάνω κάτι για να παραχθεί ήχος όμοιος με εκείνον τών κροτάλων («αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι… …   Dictionary of Greek

  • όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… …   Dictionary of Greek

  • ευκρόταλος — εὐκρόταλος, ον, επικ. τ. ἐϋκρόταλος, ον (Α) 1. αυτός που ηχεί, που συνοδεύεται από κρόταλα («εὐκρόταλοι χορεῑαι», Ανθ. Παλ.) 2. θορυβώδης, ζωηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρόταλον] …   Dictionary of Greek

  • ζίλι — το 1. ταμπούρλο 2. κρόταλο χορευτή ή χορεύτριας 3. στον πληθ. τα ζίλια τα δύο χάλκινα στρογγυλά κρόταλα, με τον ήχο τών οποίων συνοδεύονται τα κάλαντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη περσικής προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • κατακροταλίζω — (Α) προκαλώ ισχυρό κρότο σαν να χρησιμοποιώ κρόταλα …   Dictionary of Greek

  • κρέμβαλον — κρέμβαλον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τὰ κρέμβαλα κρόταλα προσαρμοσμένα στα δάχτυλα τών χορευτών, με τα οποία αυτοί κρατούσαν τον ρυθμό τού χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που ανάγεται στον παρεκτεταμένο με χειλικό τ. *kre b τής ΙΕ ρίζας *ker ,… …   Dictionary of Greek

  • κροταλιστής — ο, θηλ. κροταλίστρια (Α κροταλιστής, θηλ. κροταλίστρια και κροταλιστρίς) [κροταλίζω] αυτός που παίζει τα κρόταλα …   Dictionary of Greek

  • κροτιστής — κροτιστής, ὁ (Μ) [κροτίζω] αυτός που παίζει τα κρόταλα, ο κροταλιστής …   Dictionary of Greek

  • κρόταλο — και κούρταλο, το (AM κρόταλον και κούρταλον) όργανο που αποτελείται από δύο κομμάτια μετάλλου, ξύλου, οστού ή άλλου υλικού τα οποία, όταν χτυπηθούν κατάλληλα, παράγουν ήχο κατά τον ρυθμό τού χορού («κρόταλα δὲ βρόμια διαπρύσιον ἱέντα κέλαδον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»