-
1 ορχησμός
-
2 ὀρχησμός
-
3 ὀρχησμός
ὀρχησμός, ὁ, att. = ὀρχηϑμός, das Tanzen; ποδὸς ὀρχησμοί, Aesch. Eum. 354; Panyasis bei Ath. II, 37 b; sp. D.
-
4 ορχησμος
-
5 ὀρχησμός
ὀρχησμός, ὁ, das Tanzen -
6 ὀρχησμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρχησμός
-
7 ὀρχηθμός
ὀρχηθμός, ὁ, ion. = ὀρχησμός, Tanz; μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηϑμοῖο, Il. 13, 637; φιλοπαίγμων, Od. 23, 134; Hes. Sc. 282; Luc. de salt. 23 u. sp. D. in der Anth.
-
8 ορχηθμος
атт. ὀρχησμός ὅ пляска, танец Hom., Hes., Luc. -
9 ορχησμοίς
-
10 ὀρχησμοῖς
-
11 ορχησμού
-
12 ὀρχησμοῦ
-
13 ορχησμοί
-
14 ὀρχησμοί
-
15 ορχησμούς
-
16 ὀρχησμούς
-
17 ορχησμών
-
18 ὀρχησμῶν
-
19 ορχησμόν
-
20 ὀρχησμόν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ορχησμός — ὀρχησμός, ὁ (Α) [ορχούμαι] χορός, όρχηση … Dictionary of Greek
ὀρχησμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχησμοῖς — ὀρχησμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχησμοί — ὀρχησμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχησμοῦ — ὀρχησμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχησμούς — ὀρχησμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχησμῶν — ὀρχησμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχησμόν — ὀρχησμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)