Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀρχησμός

См. также в других словарях:

  • ορχησμός — ὀρχησμός, ὁ (Α) [ορχούμαι] χορός, όρχηση …   Dictionary of Greek

  • ὀρχησμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχησμοῖς — ὀρχησμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχησμοί — ὀρχησμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχησμοῦ — ὀρχησμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχησμούς — ὀρχησμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχησμῶν — ὀρχησμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχησμόν — ὀρχησμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»