-
1 κρυφή
κρυφῆindeclform (adverb)——————κρύπτωhide: aor subj pass 3rd sgκρυφῇsecretly: indeclform (adverb) -
2 κρυφῇ
κρυφῇ (s. prec. entry) adv. (κρυφῆ Tdf.; s. W-S. §5, 11c; B-D-F §26 and 73; Mlt-H. 84.—Soph., X. et al.; ostracon: APF 6, 1920, 220 no. 8, 3 κρυφῆι [III B.C.]; POxy 83, 14; LXX, Test12Patr, JosAs, ParJer) in secret τὰ κ. γινόμενα ὑπʼ αὐτῶν the things they do in secret Eph 5:12 (cp. Lucian, Am. 21).—DELG s.v. κρύπτω 5. M-M. TW. -
3 κρυφῆ
Βλ. λ. κρυφή -
4 κρυφῇ
Βλ. λ. κρυφή -
5 κρύφη
κρύπτωhide: aor ind pass 3rd sg (homeric ionic)——————κρύφωpres subj mp 2nd sgκρύφωpres ind mp 2nd sgκρύφωpres subj act 3rd sg -
6 κρύφῃ
Βλ. λ. κρύφη -
7 κρυφῇ
+ D 3-2-3-3-1=12 Gn 31,26; Ex 11,2; Dt 28,57; JgsB 4,21; 9,31secretly, in secret Gn 31,26ἐν κρυφῇ secretly, in secret JgsB 4,21 -
8 κρυφῇ
κρῠφ-ῇ, Adv. -
9 κρύπτω
Grammatical information: v.Meaning: `conceal, hide'.Other forms: fut. κρύψω, aor. κρύψαι, pass. κρυφθῆναι (Il.), - φῆναι (S.), - βῆναι (LXX), fut. - βήσομαι (E., LXX), perf. midd. κέκρυμμαι (Od.), act. κέκρυφα (D. H.), iter. ipf. κρύπτασκε (Θ 272; Risch 240), - εσκε (h. Cer. 239), late pres. κρύβω, ipf. ἔκρυβον, - φον,Derivatives: 1. κρυπτός `hid, secret(ly)' (Ξ 168; Amman Μνήμης χάριν 1, 16) with κρυπτάδιος `id.' (Il., A..; after ἀμφάδιος), κρυπτικός `concealing' (Arist., Alex. Aphr.), κρυπτίνδα παίζειν `hide-and-seek' (Theognost.); κρυπτεύω `hide' (E., X.) with κρυπτεία `secret service at Sparta' (Pl., Arist.). - 2. ( ἔγ-, ἀπό-, ἐπί-)κρύψις `hiding' (E., Arist., Plb.; Holt Les noms d'action en - σις 149). - 3. κρυπτήρ "hider", name of an instrument (Delos IIa, Sch.), - τήριος `serving as hiding place' (Orac. ap. Paus. 8, 42, 6), κρύπτης `member of the κρυπτεία' (E. Fr. 1126[?]). - 4. κρυφῆ, Dor. - φᾶ (Pi., S., X.), κρύφᾰ (Th.) adv. `secretly'; from it κρυφάδᾱν (Corinn.), - άδις (Hdn.), - ηδόν (Od., Q. S.), - ανδόν (H.) `id.' (Schwyzer 550, 626, 631); κρυφαῖος `secret' (Pi., Trag., LXX), κρύφασος name of a throw of the dice (Poll.; Chantraine Formation 435). - 5. κατα-, ἀπο-κρυφή `hiding place' (S., LXX); κρύφιος `secretly' (Hes., Pi., Trag., Th.; κρύφιος: κρύπτω Schulze Kl. Schr. 362), κρυφία f. `hiding place' ( PFlor. 284, 8; VIp), κρύφιμος = κρύφιος (Man.; Arbenz Die Adj. auf - ιμος 19 f.), - ιμαῖος `id.' (Ephesos IVp), - ιώδης `id.' (Eust.); ἀπό-, ἐπί-, ἔγ-, ὑπό-κρυφος `concealed' (Pi., Hdt., E.; from ἀποκρύπτω etc.), κρυφός ( κρύφος) `hiding' (Emp. 27, 3; Porzig Satzinhalte 319; LXX), `secret' (coni. Pi. O. 2, 97) ; see Georgacas Glotta 36, 164 f.; ἐγκρυφίας ἄρτος `hidden under the ashes, i. e. baked bread' (Hp.), ἐγκρυφιάζω `hide' (Ar.); κρυφιαστής `interpreter of dreams' (Aq.). - 6. κρύβδᾰ = κρύφα (Σ 168, A., Pi.), κρύβδην, Dor. -δᾱν (Od.); cf. Haas Μνήμης χάριν 133f. - 7. ( ἀπο-)κρυβή `concealment' (LXX, Vett. Val.), κρυβῆ = - φῆ (LXX); κρυβηλός κρυπτὸς [ πύργος], κρύβες νεκροί, κρυβήτας τετελευτηκότας, κρυβήσια νεκύσια, κρυβάζει ἀποκρύπτει H. To κρύπτω reminds formally and semantically καλύπτω (s. v.); the verbs may have influenced one another. On the variation π: φ: β, which can also be analogical, cf. Schwyzer 333, 705 n. 2, 737.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: But for the final labial and the vowelquantity κρύπτω agrees with Slav., e.g. OCS kryjo, kryti ' κρύπτω, ἀποκρύπτω' (Persson Stud. 51 n. 1, Meillet MSL 8, 297), which is connected with Balt., e.g. Lith. kráuju, kráuti `pile up'; on the meaning Schulze KZ 50, 275 (Kl. Schr. 621 f.). Doubtful because of the vowel is the comparison with a Balt. word for `deceive, delude', Lith. króp(i)u, krópti, Latv. krapt. Further Pok. 616f., Fraenkel Wb. s. kráuti and krópti 2., Vasmer Wb. s. krytь. - As there is no good IE etym. the word may be Pre-Greek, what seems confirmed by the frequent variation of the labial.Page in Frisk: 2,29-30Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρύπτω
-
10 κρυφά
κρυφᾶindeclform (adverb)——————κρυφᾷindeclform (adverb)κρυφῇsecretly: doric (indeclform adverb) -
11 κρυβῇ
D0-2-0-0-1=3 1 Sm 19,2; 2 Sm 12,12; 3 Mc 4,12secretly, in secret; neol.; see κρυφῇ -
12 καλύπτω
Aκάλυπτον Il.24.20
: [tense] fut. : [tense] aor. ἐκάλυψα, [dialect] Ep.κάλ- Il.23.693
:—[voice] Med., [tense] fut. καλύψομαι ([etym.] ἐγ-) Ael.NA7.12, ([etym.] συγ-) Aristid.2.59J.: [dialect] Ep. [tense] aor.καλυψάμην Il.3.141
, al.:—[voice] Pass., [tense] fut.καλυφθήσομαι Paus.8.11.11
, Aristid.1.130J., Gal. UP9.3, ([etym.] δια-) D.11.13: [tense] aor.ἐκαλύφθην Od.4.402
, E.Supp. 531: [tense] aor.2 part. (iii A.D.): [tense] pf.κεκάλυμμαι Il.16.360
, X.Cyr. 5.1.4, Aen.Tact.26.3: [tense] plpf.κεκάλυπτο Il.21.549
.--Rare in Prose, exc. in compds. (Cf. κέλυφος, καλύβη, Lat. oc-culo, celo.)I cover, freq. c. dat. instr.,παρδαλέῃ.. μετάφρενον εὐρὺ κάλυψε Il.10.29
; (but in 13.425, ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι is to kill); simply, cover,μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν 23.693
; ; [ πέτρον] περὶ Χεὶρ ἐκάλυψεν his hand covered, grasped a stone, 16.735; of death,τὼ.. τέλος θανάτοιο κάλυψεν 5.553
; , 503, etc.; ; ; soτὸν δ' ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε 17.591
;ἑ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε 11.250
: freq. in Lyr. and Trag., ; κ. Χθονὶ γυῖα, i.e. to be buried, Pi.N.8.38; but Χθονί, τάφῳ κ., bury, A.Pr. 582 (lyr.), S.Ant.28; γῇ, Χέρσῳ, E.Ph. 1633, Hel. 1066: abs.,καὐτὴ καλύψω A.Th. 1045
: rare in Prose, (Ceos, v B.C.); of armour, protect, X. Eq.12.5:—[voice] Med., cover or veil oneself,ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν Il.3.141
; ; λευκοῖσιν φαρέεσσι καλυψαμένω (fem. dual)Χρόα καλόν Hes.Op. 198
: abs.,καλυψάμενος δ' ἐνὶ νηῒ κείμην Od.10.53
:—[voice] Pass.,ἀσπίδι ταυρείῃ κεκαλυμμένος.. ὤμους Il.16.360
; ἐν Χλαίνῃ κεκ. 24.163; Χαλκῷ, ἠέρι, 13.192, 21.549;οἰὸς ἀώτῳ Od.1.443
; φρικὶ καλυφθείς, of the sea, 4.402: in Prose, C32 (Delph., v/iv B.C.); [ βράγχια]καλυπτόμενα καλύμματι Arist.HA 505a6
; veiledIG
5(2).514.10 ([place name] Lycosura).2 hide, conceal, κεκαλυμμένοι ἵππῳ concealed in it, Od.8.503:—[voice] Act., Hippon.52, etc.;ἔξω μέ που καλύψατε S.OT 1411
, cf. Ev.Luc.23.30;κρυφῇ κ. καρδίᾳ τι S.Ant. 1254
; σιγῇ κ. E.Hipp. 712: metaph.,ἐκάλυψας τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν LXXPs.84(85).2
, cf. Ep.Jac.5.20.3 cover with dishonour, throw a cloud over,σὺ μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας ἔργοις Ἀθήνας ἀνοσίοις S. OC 282
.II put over as a covering,πρόσθε δέ οἱ πέπλοιο πτύγμ' ἐκάλυψεν Il.5.315
; τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω I will put mud over him, 21.321; ; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλύπτω
-
13 κατακρυφή
κατα-κρῠφή, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακρυφή
-
14 κρυφᾷ
См. также в других словарях:
κρυφή — κρυφῇ, δωρ. τ. κρυφᾷ (Α) επίρρ. μυστικά, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από το ουσ. *κρυφή (< θ. κρυφ τού κρύπτω), που απαντά μόνο στα σύνθ. απο κρυφή, κατα κρυφή (πρβλ. κομιδ ῄ πανταχ ῇ)] … Dictionary of Greek
κρυφῆ — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυφῇ — κρύπτω hide aor subj pass 3rd sg κρυφῇ secretly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύφη — κρύπτω hide aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύφῃ — κρύφω pres subj mp 2nd sg κρύφω pres ind mp 2nd sg κρύφω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κρυφός — και κουρφός, ή, ό (Μ κρυφός, ή, όν) 1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος») 2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιος («κρυφή αγάπη») 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek
κρύφος — ή κρυφός, ὁ (Α) 1. σκοτεινότητα, αμαύρωση («τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρύφον [δ. γρφ. κρυφόν] τιθέμεν ἐσθλῶν καλοῑς ἔργοις», Πίνδ.) 2. κρυψώνας, κρησφύγετο («καὶ ἔθεντο τὸν Ἰσραήλ ἐν κρύφοις, ἐν παντὶ φυγαδευτηρίῳ αυτών», ΠΔ) 3. κρυφή δίοδος, κρυφή… … Dictionary of Greek
υπόθαλψη — η, Ν 1. παροχή βοήθειας ή κρησφύγετου σε δράση εγκλήματος, κρυφή συντήρηση ατόμου που διώκεται ποινικά 2. μτφ. έντεχνη και κρυφή διατήρηση, διέγερση ή έξαψη πάθους 3. φρ. «υπόθαλψη εγκληματία» (ποιν. δίκ.) συνειδητή και εκούσια ματαίωση τής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… … Dictionary of Greek