Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κολᾷ

См. также в других словарях:

  • κόλα — (Cola). Γένος φυτών της οικογένειας των στερκουλιιδών, της τάξης των στυλοφόρων. Περιλαμβάνει περίπου 50 είδη, ιθαγενή της τροπικής Αφρικής, τα οποία σήμερα ευδοκιμούν και σε άλλες τροπικές χώρες. Σπουδαιότερο από αυτά είναι η κ. η ακιδωτή.… …   Dictionary of Greek

  • κολᾷ — κολάζω check fut ind mid 2nd sg (epic) κολάζω check fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλα — κόλον colon neut nom/voc/acc pl κόλος docked neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόλα ντι Ριέντσι — (Cola di Rienzi, 1313 – Ρώμη 1354). Ψευδώνυμο του Ιταλού πολιτικού Νικολό ντι Λορέντζο Γκαμπρίνι. Ο Κ. οραματιζόταν την αναγέννηση του παλιού μεγαλείου της Ρώμης. Στις δημόσιες ομιλίες του καυτηρίαζε τους μεγαλοφεουδάρχες που είχαν καταλάβει την… …   Dictionary of Greek

  • κόκα-κόλα — η (τροφ. χημ.) εμπορική ονομασία αεριούχου αναψυκτικού ποτού, που παρασκευάζεται από εκχυλίσματα φύλλων κόκας από τα οποία απομακρύνεται προηγουμένως η κοκαΐνη , από εκχύλισμα σπερμάτων κόλας, από άλλες φυτικές ουσίες, καθώς και από ζάχαρη,… …   Dictionary of Greek

  • κόκα κόλα — η (λ. αγγλ.), αναψυκτικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολάσας — κολά̱σᾱς , κολάζω check fut part act fem acc pl (doric) κολά̱σᾱς , κολάζω check fut part act fem gen sg (doric) κολάσᾱς , κολάζω check aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάσ' — κολά̱σᾱͅ , κολάζω check fut part act fem dat sg (doric) κολάσαι , κολάζω check aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάσαι — κολά̱σᾱͅ , κολάζω check fut part act fem dat sg (doric) κολάζω check aor inf act κολάσαῑ , κολάζω check aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Λάπωνες — (λαπ. Saami). Εθνολογική ομάδα που αποτελείται από ανθρώπους που κατοικούν στο απώτατο βόρειο άκρο της ευρωπαϊκής χερσονήσου, στην ιστορική γεωγραφική περιοχή της Λαπωνίας (βλ. λ.). Πιο συγκεκριμένα, οι Λ. κατοικούν στο βόρειο τμήμα της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»