Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κνύζᾳ

См. также в других словарях:

  • κνύζα — κνύζᾱ , κνύζα itch fem nom/voc/acc dual κνύζᾱ , κνύζα itch fem nom/voc sg (doric aeolic) κνύζᾱ , κνυζάομαι whine pres imperat act 2nd sg κνύζᾱ , κνυζάομαι whine imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) κνύζᾱ , κόνυζα Inula fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνύζᾳ — κνύζαι , κνύζα itch fem nom/voc pl κνύζᾱͅ , κνύζα itch fem dat sg (doric aeolic) κνύζαι , κόνυζα Inula fem nom/voc pl (doric) κνύζᾱͅ , κόνυζα Inula fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνύζα — (I) η (AM κνύζα) [κνύω] νεοελλ. ιατρ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονο κνησμό χωρίς την εμφανή παρουσία δερματικής βλάβης μσν. αρχ. κνησμός, ψώρα αρχ. (για πρόσ.) διεφθαρμένος, αχρείος. (II) κνύζα, ἡ (Α) το φυτό κόνυζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • κνύζαν — κνύζᾱν , κνύζα itch fem acc sg (doric aeolic) κνύζᾱν , κνυζάομαι whine imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κνύζᾱν , κνυζάομαι whine imperf ind act 1st sg (doric aeolic) κόνυζα Inula fem acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνύζη — κνύζα itch fem nom/voc sg (attic epic ionic) κνυζάομαι whine pres imperat act 2nd sg (doric) κνυζάομαι whine pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) κνυζάομαι whine imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνυζα — η (ΑM κόνυζα και κνύζα) ονομασία, κοινή σήμερα, τού φυτού Ιnula graveolens τού γένους ίνουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν αρχικός είναι ο τ. κνύζα, θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. νορβ. hnukr «δυνατή οσμή» και να αναχθεί στην ίδια ΙΕ ρίζα με… …   Dictionary of Greek

  • ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; —     ken 2, kenǝ , keni , kenu ;     English meaning: to rub, scrape off; ashes     Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben”     Note: various with conservative extensions     Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • κνυζώ — (I) κνυζῶ, έω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) (για σκύλους) βγάζω σιγανή και παραπονιάρικη φωνή 2. μέσ. μτφ. κνυζοῡμαι, έομαι (για νήπια) κλαψουρίζω («έν ὕπνῳ κνυζεῡνται φωνεῡντα φίλαν ποτὶ ματέρα τέκνα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας. Τυχαία… …   Dictionary of Greek

  • κνύζωψ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) λαχανικό που μοιάζει με σέλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κνύζα (II) + ωψ (< ὄπωπα), πρβλ. ελίκ ωψ, κύν ωψ] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοσωματική — Τομέας της ιατρικής, που μελετά τον ρόλο των ψυχικών παραγόντων στην εμφάνιση οργανικών παθήσεων. Η επίδραση αυτή μπορεί να αφορά τόσο την αιτιολογία όσο και τη συμπτωματολογία ή τη θεραπεία πολυάριθμων φαινομένων. Μόνο κατά τον 20ό αι., ιδίως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»