Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κλαδέων

См. также в других словарях:

  • κλαδεών — κλαδεών, ῶνος, ὁ (Α) [κλάδος (Ι)] κλάδος …   Dictionary of Greek

  • κλαδεών — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλαδέων — Κλάδεος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδέων — κλαδάω shake pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) κλαδέω pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδεῶνας — κλαδεών masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδεῶνες — κλαδεών masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδεῶνι — κλαδεών masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδεῶσι — κλαδεών masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδεῶσιν — κλαδεών masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»