-
1 κλαδισκος
-
2 κλαδίσκος
-
3 κλαδίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλαδίσκος
-
4 κλαδίσκος
κλάδοςbranch: masc nom sgκλαδίσκοςmasc nom sg -
5 κλαδίσκοι
κλάδοςbranch: masc nom /voc plκλαδίσκοςmasc nom /voc pl -
6 κλαδίσκοις
κλάδοςbranch: masc dat plκλαδίσκοςmasc dat pl -
7 κλαδίσκον
κλάδοςbranch: masc acc sgκλαδίσκοςmasc acc sg -
8 κλαδίσκους
κλάδοςbranch: masc acc plκλαδίσκοςmasc acc pl -
9 κλαδίσκωι
κλαδίσκῳ, κλάδοςbranch: masc dat sgκλαδίσκῳ, κλαδίσκοςmasc dat sg -
10 κλάδιον
-
11 κλάδος
Grammatical information: m.Meaning: `branch, twig, sprout' (IA., Arist., Thphr.), also a few cases of monosyllabic κλαδ- in κλαδ-ί, κλάδ-α, - ας and of an s-stem in κλάδεσι, - έεσσι, - έων (after δένδρεσι etc.?);Compounds: Compp., e. g. ὀλιγό-κλαδος (Thphr.), κλαδο-τομέω (pap.).Derivatives: Diminut. κλάδιον (Lib., pap.) and κλαδίσκος (Gal.); κλαδεών (Orph.), κλαδών (H.) = κλάδος; κλαδώδης `full of branches' (sch., Eust.), κλάδινος = rameus (Gloss.). Denomin. verb κλαδεύω `cut off branches, clip' (Artem.; - έω Arr.) with κλάδευσις (Aq., Sm., Gp.), κλαδεία (Gp.) `cutting off..., clipping', κλαδευτήρια pl. `pruned leaves' (Gloss.), κλαδευτής `pruner' (Gloss.), κλαδευτήριον, - ια `pruning knife, -festival' (H.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: One often connects * kelh₂- `cut off' (but Pok. 545ff. contains much irrelevant material). But this cannot give the Greek form. The connection with the Germ. word for ` Holz, Wald', OIc. OE holt n. etc. is probably wrong. That both forms can be derived from IE. *kl̥do- must be accidental, and there is no root * kel- without laryneal. Kluge-Seebold notes *kl̥h₂d- [there clearly is a misprint]; a Greek pre-form * klǝd- is impossible since the laryngeal theory: it should be *kl̥h₂d- which would have given *κλᾱδος. For the realia one referred to J. Trier, Holz (Münster-Köln 1952) p. 43ff. Mostly connected with κλάω `break off' (s. v.), but with a pre-Greek (i.e. from before hist. Greek) dental enlargement. Independent of κλάδος is the δ-formation of κλαδαρός `invalid' (s. v.); further καλαδία ἑυκάνη (= `plane') H. [LSJ gives ῥυκάνη (`plane-tree'); thus Frisk s.v.; but this lemma does not exist in H.] with diff. ablaut, s.s.v. - Outside Greek one connects Lat. clādēs `damage etc.', but this requires * klh₂d-, which is impossible for Greek ; and Slav., e. g. Russ.-Csl. klada, Russ. kolodá `beam, block, trunk', on whch I have no opinion. Kuiper GS Kretschmer 121f connected with κλάδος κλών, κλῶναξ, with nasalization (replacement of a stop by the nasal of that series) of the δ; cf. κλῶναξ κλάδος H. Further Pok. 546f..Page in Frisk: 1,864-865Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κλάδος
См. также в других словарях:
κλαδίσκος — ο (Α κλαδίσκος) μικρός κλάδος, κλαδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. τροχ ίσκος, υπαλληλίσκος)] … Dictionary of Greek
κλαδίσκος — κλάδος branch masc nom sg κλαδίσκος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
αγιόκλημα — Ονομασία διαφόρων αναρριχητικών θάμνων της οικογένειας των καπριφυλλιδών, που είναι γνωστοί και με την επιστημονική ονομασία τους, λονικέρα. Σε ορισμένα είδη τα φύλλα του τελευταίου ζεύγους της κορυφής των κλαδιών συνενώνονται στη βάση και… … Dictionary of Greek
κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… … Dictionary of Greek
κλαράκι — το κλαδάκι, κλωναράκι, κλαδίσκος … Dictionary of Greek
σμεουριά — (rubus idaeus). θαμνώδες φυτό της οικογένειας των Ροδιδών, που ονομάζεται επιστημονικά ρούβος της Ιδης. Ο καρπός του ονομάζεται σμέουρο σμέουρδο ή νάουρο αλλά είναι γνωστός και με το γαλλικό όνομα «φραμ πουάζ». Φυτό συγγενές με τη βατομουριά,… … Dictionary of Greek
φουντουκιά — Λέγεται και λεπτοκαρυά (κόρυλος η αβελλάνιος). Φυλλοβόλος θάμνος της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Φτάνει σε ύψος τα 2 5 μ. και αναπτύσσεται σε άγρια κατάσταση μέσα ή στις παρυφές των δασών βελανιδιάς, καστανιάς και οξιάς, στις… … Dictionary of Greek
αγριλιά — Φυτό της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Ευδοκιμεί σε τόπους άγονους ή βραχώδεις, ειδικά κατά μήκος των ακτών της νότιας Ευρώπης. Η επιστημονική ονομασία της είναι ελαία η αγρίαδασική. Είδος κοινό σε όλη την Ελλάδα αριθμεί γύρω στα… … Dictionary of Greek
εναλλαγή γενεών — Φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες τις ομάδες των φυτών που παρουσιάζουν εγγενή αναπαραγωγή και συνίσταται στη διαδοχική εναλλαγή δύο γενεών. Η μία έχει κανονική βλαστητική αγενή αναπαραγωγή (σποριοφυτική, διπλοειδής γενεά) που ολοκληρώνεται με… … Dictionary of Greek
ՈՒՂԷՇ — (ի, աց, օք, կամ ից, իւք.) NBH 2 0544 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 12c, 13c, 14c գ. ՈՒՂԷՇ կամ ՈՒՂԵՇ. κλάδος, κλαδίσκος ramus, ramulus. Բարունակ. շառաւիղ. ստեղն. ընձիւղ. բողբոջ. ուռ. սաղարթ, ոստ տերեւազգեաց. ճիւղ. ... ֆիլիզ (որ եւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)