Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κινυρός

См. также в других словарях:

  • κινυρός — κινυρός, ά, όν (Α) θρηνώδης, γοερός («κινηρός γόος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική ομάδα κινυρός, κινυρίζω, κινύρομαι συνδέεται άμεσα με εκείνη τών μινυρός, «αυτός που κλαψουρίζει» μινυρίζω, μινύρομαι «παραπονούμαι,… …   Dictionary of Greek

  • κινυρά — κινυρός wailing neut nom/voc/acc pl κινυρά̱ , κινυρός wailing fem nom/voc/acc dual κινυρά̱ , κινυρός wailing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινυρόν — κινυρός wailing masc acc sg κινυρός wailing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινυροῖς — κινυρός wailing masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινυροῖσιν — κινυρός wailing masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινυροί — κινυρός wailing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινυρῆς — κινυρός wailing fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινυρή — κινυρός wailing fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινυρήν — κινυρός wailing fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινυρῷ — κινυρός wailing masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινυρίζω — (Α μινυρίζω) 1. παραπονιέμαι με σιγανή φωνή, σιγοκλαίω, κλαψουρίζω («εμινύριζεν ακόμη η θρηνώδης φωνή τού βρέφους», Παπαδ.) 2. τραγουδώ με σιγανή φωνή, σιγοτραγουδώ («ὅδ αὖ μινυρίζων δεῡρό τις προσέρχεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»