Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μινύρισμα

См. также в других словарях:

  • μινύρισμα — warbling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινύρισμα — το (Α μινύρισμα) 1. σιγανό κελάηδημα («ξουθαὶ ἀηδονίδες μινυρίσμασιν ἀντιαχεῡσι μέλπουσαι στόμασιν τὰν μελίγηριν ὄπα», Θεόκρ.) 2. ήχος από το ελαφρό θρόισμα τών δένδρων ή από τον ελαφρό ήχο ύδατος που ακούγεται από ρυάκι νεοελλ. κλαψούρισμα.… …   Dictionary of Greek

  • μινυρίσμασιν — μινύρισμα warbling neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινυρίσματα — μινύρισμα warbling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινυρίσματος — μινύρισμα warbling neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • COLUMBA — I. COLUMBA Ordo militaris a Iohanne I. Castellae Rege institutus, A. C. 1379. Segoviae. Alii hoc filio eius Henrico III. A. C. 1399. tribuunt. columba ordinis insigne, qui minime diuturnus fuit. Favinus, l. 6. p. 1229. II. COLUMBA Veneris apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μινύριγμα — μινύριγμα, τὸ (Α) είδος εδωδίμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινύρισμα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»