Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κηρός

См. также в других словарях:

  • κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… …   Dictionary of Greek

  • κηρός — κήρ the goddess of death fem gen sg κηρός bees wax masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηρός — Κήρ the goddess of death fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῆρος — κῆρ heart neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρούς — κηρός bees wax masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρέ — κηρός bees wax masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρῷ — κηρός bees wax masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρόν — κηρός bees wax masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οζοκηρίτης — Ορυκτό, βιτουμινούχο, της ομάδας των ναφθίδιων, που στην εμφάνιση είναι όμοιο με τον κηρό των μελισσών. Μεγάλα συσσωματώματα του ορυκτού αυτού σχηματίζουν το πέτρωμα που είναι γνωστό ως κηρός. Ο ο. ποικίλλει σε χρώμα από ανοιχτό πράσινο και… …   Dictionary of Greek

  • υπόκηρος — ον, Α 1. (για μέλι) αναμεμιγμένος με κερί 2. μτφ. πολυσύνθετος, πολύπλοκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κηρός «κερί» (πρβλ. ἔγ κηρος, ἐπί κηρος)] …   Dictionary of Greek

  • φθισίκηρος — ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τής Σελήνης) αυτός που φθείρει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + κηρος (< κῆρ «καρδιά»), πρβλ. ἐπί κηρος. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισί κηρος, σχηματισμένου από την απαθή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»