Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπί-κηρος

См. также в других словарях:

  • υπόκηρος — ον, Α 1. (για μέλι) αναμεμιγμένος με κερί 2. μτφ. πολυσύνθετος, πολύπλοκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κηρός «κερί» (πρβλ. ἔγ κηρος, ἐπί κηρος)] …   Dictionary of Greek

  • φθισίκηρος — ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τής Σελήνης) αυτός που φθείρει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + κηρος (< κῆρ «καρδιά»), πρβλ. ἐπί κηρος. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισί κηρος, σχηματισμένου από την απαθή… …   Dictionary of Greek

  • επίκηρος — ἐπίκηρος, ον (AM) και ἐπικήριος, ον (Α) 1. φθαρτός, θνητός 2. (για πράγμ.) αυτός που υπόκειται σε ανάλωση, σε φθορά, σε καταστροφή αρχ. 1. (για φυτά) λεπτός, λεπτοφυής 2. αυτός που επιφέρει κακό αποτέλεσμα, επικίνδυνος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • πολυκήριος — ον, Α πολύ θανατηφόρος, πολύ βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κηριος (< κήρ, κηρός, ἡ, «θάνατος, καταστροφή»), πρβλ. επι κήριος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»