Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κηλέος

См. также в других словарях:

  • κήλεος — κήλεος, ον στον Ομ. και κήλειος, ον (Α) φρ. «πυρί κηλέῳ» ή «πυρί κηλείῳ» με λαμπερή αναμμένη φωτιά («τάχα νήας ἐνιπρήσει πυρί κηλέῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. κήλ εος πιθ. < καυαλέος, με συναίρεση και αναβιβασμό τού τόνου. Ο τ …   Dictionary of Greek

  • Κηλεός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήλεος — burning masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήλειον — κήλεος burning masc/fem acc sg κήλεος burning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήλεον — κήλεος burning masc/fem acc sg κήλεος burning neut nom/voc/acc sg κηλέω charm imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) κηλέω charm imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηλείῳ — κήλεος burning masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηλεῷ — Κηλεός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηλέῳ — κήλεος burning masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήλειος — κήλεος burning masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύκηλος — (I) εὔκηλος, ον, θηλ. και εὐκήλη, δωρ. τ. εὔκαλος, ον (Α) 1. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, ατάραχος, ήσυχος («εὔκηλοι πολέμιζον», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγματα) ήσυχος, ήρεμος («αὔραις εὐκήλοισιν», Οππ.). επίρρ... εὐκήλως (Α) ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • κελόσια — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας αμαρανθίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. celosia < κήλεος «αυτός που καίγεται»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»