-
1 καυτηριάζω
καυτηριάζω, mit glühendem Eisen brennen, z. B. Pferde, um sie zu zeichnen, Strab. V, 1, 9, v. l. καυστ. Dah. κεκαυτηριασμένοι τὴν ἰδίαν συνείδησιν, im eigenen Gewissen gebrandmarkt, I. Timoth. 4, 2.
-
2 καυτηριαζω
-
3 καυτηριάζω
καυτηριάζω, mit glühendem Eisen brennen, z. B. Pferde, um sie zu zeichnen. Dah. κεκαυτηριασμένοι τὴν ἰδίαν συνείδησιν, im eigenen Gewissen gebrandmarkt -
4 καυτηριάζω
καυτηριάζω 1 Ti 4:2 v.l., s. καυστηριάζω.—DELG s.v. καίω 5. -
5 καυτηριάζω
μετ.1) мед. прижигать; 2) клеймить (скот), ставить клеймо; 3) перен. клеймить,, бичевать, гневно осуждать -
6 καυτηριάζω
[кафтириазо] р. прижигать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καυτηριάζω
-
7 καυτηριάζω
[кафтириазо] ρ прижигать. -
8 καυτηριάζω
foguejar -
9 καυτηριάζω
A brand, Str.5.1.9:—[voice] Pass., Hippiatr.1: metaph.,κεκαυτηριασμένοι τὴν ἰδίαν συνείδησιν 1 Ep.Ti.4.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυτηριάζω
-
10 καυτηριάζω
cautériser -
11 καυτηριάζω
przyżegać czas. -
12 καυτηριάζω
1) leptat2) vypálit3) vypalovat -
13 καυτηριάζω
cauterizeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καυτηριάζω
-
14 cautériser
καυτηριάζω -
15 vypálit
καυτηριάζω -
16 cauterize
καυτηριάζω -
17 przyżegać
καυτηριάζω -
18 καυτηριάσω
καυτηριάζωbrand: aor subj act 1st sgκαυτηριάζωbrand: fut ind act 1st sgκαυτηριάζωbrand: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
19 κεκαυτηριασμένα
καυτηριάζωbrand: perf part mp neut nom /voc /acc plκεκαυτηριασμένᾱ, καυτηριάζωbrand: perf part mp fem nom /voc /acc dualκεκαυτηριασμένᾱ, καυτηριάζωbrand: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
20 καυτηριαζομένων
καυτηριάζωbrand: pres part mp fem gen plκαυτηριάζωbrand: pres part mp masc /neut gen pl
См. также в других словарях:
καυτηριάζω — καυτηριάζω, καυτηρίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καυτηριάζω — (ΑΜ καυτηριάζω) [καυτήρας] 1. ιατρ. καίω με τον καυτήρα ή με πυρακτωμένο σίδερο πάσχοντες ιστούς τού σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς, ενεργώ ιατρική καυτηρίαση 2. σχηματίζω με πυρακτωμένο σίδερο ένα σημάδι πάνω στο σώμα ζώου ή και ανθρώπου,… … Dictionary of Greek
καυτηριάζω — καυτηρίασα, καυτηριάστηκα, καυτηριασμένος 1. καίω με καυτήρα τους ιστούς μέρους του σώματος: Το καυτηρίασε το πληγωμένο μέρος. 2. επικρίνω με δριμύτητα: Καυτηρίασε τη στάση της κυβέρνησης στο ζήτημα αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καυτηριάσω — καυτηριάζω brand aor subj act 1st sg καυτηριάζω brand fut ind act 1st sg καυτηριάζω brand aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτηριῶν — καυτηριάζω brand fut part act masc voc sg καυτηριάζω brand fut part act neut nom/voc/acc sg καυτηριάζω brand fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκαυτηριασμένα — καυτηριάζω brand perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκαυτηριασμένᾱ , καυτηριάζω brand perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκαυτηριασμένᾱ , καυτηριάζω brand perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτηριαζομένων — καυτηριάζω brand pres part mp fem gen pl καυτηριάζω brand pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτηριαζόμενον — καυτηριάζω brand pres part mp masc acc sg καυτηριάζω brand pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτηριάζουσι — καυτηριάζω brand pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καυτηριάζω brand pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκαυτηριασμέναι — καυτηριάζω brand perf part mp fem nom/voc pl κεκαυτηριασμένᾱͅ , καυτηριάζω brand perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκαυτηριασμένον — καυτηριάζω brand perf part mp masc acc sg καυτηριάζω brand perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)