Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κεῖτ'

См. также в других словарях:

  • κεῖτ' — κεῖτο , κέω to lie down pres opt mp 3rd sg (epic ionic) κεῖτε , κέω to lie down pres imperat act 2nd pl (attic epic) κεῖτε , κέω to lie down pres opt act 2nd pl κεῖτε , κέω to lie down pres ind act 2nd pl (attic epic) κεῖται , κέω to lie down… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ARGUS — I. ARGUS Arestoris fil. unde Arestorides Ovidio dicitur, Met. l. 1. v. 624. Donec Arestoride servandam tradidit Argo. Apollodorus, l. 2. de Argo, ὅν Α᾿σκληπιάδης μὲν Α᾿ρέςτορος λέγει υἱὸν, Φερεκύδης δὲ Ι᾿νάχου. Idem tamen alibi Agenoris filium… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κυνοραιστής — και κυνορ(ρ)αίστης και κυνοραϊστής, ο (Α κυνοραιστής, οῡ) παράσιτο τών σκύλων, κρότωνας, τσιμπούρι («ἔνθα κύων κεῑτ Ἄργος ἐνίπλειος κυνοραιστέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ρ(ρ)αίστης / ρ(ρ)αϊστής (< ραίω «συντρίβω, καταστρέφω») πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ολιγηπελέων — ὀλιγηπελέων, ουσα (Α) αυτός που έχει λίγη δύναμη, αδύναμος, ασθενής, λιπόθυμος («ὁ δ ἄρ ἄπνευστος καὶ ἄναυδος κεῑτ ὀλιγηπελέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. σχηματισμένη από το επίθ. ὀλιγηπελής για μετρικούς λόγους (πρβλ. δυσμενής: δυσμενέοντες,… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρτον, Ρίτσαρντ — (Richard Burton, Ουαλία 1925 – Ελβετία 1984). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού Ρίτσαρντ Γουόλτερ Τζένκινς Τζούνιορ (Richard Walter Jenkins, Jr.). Από τους πλέον χαρισματικούς και πολυσχιδείς ερμηνευτές όλων των εποχών στη σκηνή και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»