Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κεκτῆται

См. также в других словарях:

  • κεκτῆται — κτάομαι procure for oneself perf subj mp 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέκτηται — κτάομαι procure for oneself perf ind mp 3rd sg κτέομαι procure for oneself perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέκτητ' — κέκτηται , κτάομαι procure for oneself perf ind mp 3rd sg κέκτητο , κτάομαι procure for oneself plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) κέκτηται , κτέομαι procure for oneself perf ind mp 3rd sg κέκτητο , κτέομαι procure for oneself plup ind mp 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CAMISIA sive CAMISIUM — CAMISIA, sive CAMISIUM prima vestium sacrificalium, linea tunica talaris: quae quod ad talos pertingerer, Poderis. Graece ποδήρης, a colore Alba dicta est; ipsa vero a Camis nomen accepit, de quibus vide supra, in voce Camae. Fuisse strictam et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευγνωμοσύνη — η (ΑΜ εὐγνωμοσύνη) [ευγνώμων] η αναγνώριση τής ευεργεσίας, το να νιώθει κάποιος υποχρεωμένος για χάρη, ευεργεσία, προσφορά από κάποιον («ευγνωμοσύνη προς τους γονείς, τους δασκάλους» κ.λπ.) μσν. γενναιοδωρία («πολλὰ κειμήλια ἡ ἐκκλησία ἐκ τῆς… …   Dictionary of Greek

  • σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… …   Dictionary of Greek

  • φιλοποίκιλος — ον, Μ αυτός που τού αρέσει η ποικιλία, δηλαδή που εμφανίζεται με ποικίλες μορφές, πολυποίκιλος («ὁ πόλεμος οὐκ ἐπίδηλα τὰ κινήματα κέκτηται, ἅτε φιλοποίκιλος ὢν καὶ πολύμορφος», Θεοφύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ποικίλος «πολύμορφος»] …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»