Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κεκορημένος

См. также в других словарях:

  • κεκορημένος — κορέννυμι satiate perf part mp masc nom sg κορέω satiate perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισκεκορημένος — η, ον, Α (με άσεμνη σημ.) πολύ ατιμασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ /τρι * + κεκορημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κορεννύω «γεμίζω, υπερπληρώ»] …   Dictionary of Greek

  • υβρίζω — ὑβρίζω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίσδω Α εκφέρω ύβρεις, προσβάλλω την τιμή ή την αξιοπρέπεια κάποιου με λόγια ή με πράξεις νεοελλ. 1. βρίζω 2. εκστομίζω λόγια ή προβαίνω σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε κάτι («υβρίζουν τα θεία») αρχ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»