Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατ-ίλλω

См. также в других словарях:

  • αλινδώ — ἀλινδῶ ( έω) και ἀλίνδω (Α) Ι ενεργ. κυλίω, κυλώ (το παθ. ἀλινδοῡμαι ή ἀλίνδομαι συνήθ. στη μτχ.) 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. κυλιέμαι ασκούμενος στην παλαίστρα 3. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι 4. ξημεροβραδιάζω, συχνάζω κάπου 5. (με μειωτική σημ.)… …   Dictionary of Greek

  • κατίλλω — (Α) κατειλώ, εμποδίζω, περιορίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἴλλω «εμποδίζω, προστατεύω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»