-
1 εἰλέω 2
εἰλέω 2.Grammatical information: v.Meaning: `roll, turn, wind, revolve' (most hell.).Other forms: ἴλλω, εἴλλω (Att.; s. below). The non-present forms, which are most compounds, are based on the presents: εἰλῆσαι, εἰλήσω, εἴληκα etc.; from ἴλλω only ἰλλάμην (IG 5 (2): 472, 11; Megalopolis II-IIIp).Compounds: Often with prefix, esp. ἐν-, περι-ειλέω (X., hell.), -( ε)ίλλω (Th. 2, 76; codd. Ar. Ra. 1066), also ἀπ-, δι-, ἐξ-, ἐπ-, κατ-, παρ-ειλέω (hell.), ἐξ-, κατ-ίλλω (X., Hp.).Derivatives: From εἰλέω: εἰλεός (s. v.; sec. adapted?); ( ἐν-, ἐξ-, ἐπ-, κατ-, περι-)εἴλησις `winding etc.' (Pl.), ( ἐν-, περι-) εἴλημα `id.' (J., Poll.); εἰλετίας kind of reed (Thphr.), εἰλητάριον `winding, roll' (Aët.), εἰληδόν adv. `in windings' (AP). From ἴλλω: ἰλλός `looking aslant' (s. v.) with many derivations; ἰλλάς f. `snare, knot' (Ν 572; Chantr. Form. 351) with ἰλλίζει δεσμεύει, συστρέφει, ἀγελάζει H. (also to 1. ἴλλω); unclear ἰλλάδας γονάς ++ ἀγελειὰς καὶ συστροφάς H. (S. Fr. 70 and E. Fr. 837); prob. to 1. - Here also several nouns that have formally been separated from the verb: s. ἕλιξ, εἶλιγξ, ἕλμις, ἑλένη, εὑλή, εὔληρα, λῶμα, ὅλμος, οὖλος a. o.; further ἀλινδέω, also αἰόλος; lastly the u-enlarged εἰλύω with many derivatives (s. v.).Origin: IE [Indo-European] [1140] *u̯el- `turn, wind, revolve'Etymology: Like 1. εἰλέω, ( ἐ)ίλλω `press' also εἰλέω, ἴλλω `turn' continue a n-present *Ϝελ-νέω, resp. a reduplicated *Ϝί-Ϝλ-ω. The formal falling together led often also to semantic coincidence; so for A. R. ἰλλόμενος in 2, 27 λέων... ἰλλόμενός περ ὁμίλῳ, also when originally not `surrounded', but `pressed', identical with the formally identical ptc. in 1, 129 δεσμοῖς ἰλλόμενος. - Also in the other languages there are many words that go back on the flexible notion `turn, wind, revolve' etc.; cf. e.g. OIr. fillim `turn, bend', if with Pedersen Vergl. Gramm. d. kelt. Spr. 2, 522 an n-present (but hardly Lith. veliù, vélti `confuse hair(s)' (= εἴλλω?; s. on 1.). A special group are the u-enlargements, s. on εἰλύω. Further cf. Arm. glem `roll, throw down', which may continue *u̯ēl- or *u̯ōl-ei̯ō (Meillet MSL 8, 163; 9, 144; uncertain Skt. valati, -te (class.) `turn', s. Tedesco JournAmOrSoc. 67, 100ff. - See Solmsen Unt. 229ff.Page in Frisk: 1,457-458Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > εἰλέω 2
См. также в других словарях:
είλω — εἴλω και εἰλῶ ( έω) και ἴλλω (Α) 1. περικλείω, πιέζω 2. εμποδίζω, προλαβαίνω («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.) 3. εγκλείω, καλύπτω, προστατεύω («ὑπ ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας», Καλλίνος) 4. συμπιέζω, συνθλίβω (π.χ. ελιές ή σταφύλια) 5. (για άνθρωπο … Dictionary of Greek
απειλώ — (I) ἀπειλῶ ( έω) (Α) 1. κρατώ μακριά, απομακρύνω βίαια 2. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω 3. παθ. α) πέφτω σε στενοχώρια β) συνωθούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + ειλέω (Ι) «συγκεντρώνω, πιέζω»]. (II) (AM ἀπειλῶ, έω) εκφοβίζω, φοβερίζω νεοελλ. παθ. επίκειμαι ως… … Dictionary of Greek
έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… … Dictionary of Greek
ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… … Dictionary of Greek
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
αλινδώ — ἀλινδῶ ( έω) και ἀλίνδω (Α) Ι ενεργ. κυλίω, κυλώ (το παθ. ἀλινδοῡμαι ή ἀλίνδομαι συνήθ. στη μτχ.) 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. κυλιέμαι ασκούμενος στην παλαίστρα 3. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι 4. ξημεροβραδιάζω, συχνάζω κάπου 5. (με μειωτική σημ.)… … Dictionary of Greek
ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek