Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συστρέφει

См. также в других словарях:

  • συστρέφει — συστρέφω twist up pres ind mp 2nd sg συστρέφω twist up pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειλίπους — εἰλίπους, ουν (Α) 1. αυτός που συστρέφει το πόδι όταν βαδίζει (ομηρικό επίθετο τών βοδιών επειδή όταν βαδίζουν διαγράφουν με το πέλμα τμήμα κύκλου) 2. ως ουσ. εἰλίποδες βόδια 3. φρ. «γυναῑκες εἰλίποδες» οι γυναίκες που πλέκουν τα πόδια γύρω στο… …   Dictionary of Greek

  • συστρέφω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστρέφω Α [στρέφω] στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του, τό στρίβω αρχ. 1. (για ζώο) μαζεύομαι για να πηδήσω ή να επιτεθώ («συστρέφει ἑαυτὸν ὥσπερ θηρίον», Πλάτ.) 2. στρέφω κάτι απότομα 3. ενώνω, συνάπτω, συνδέω 4. συνάγω,… …   Dictionary of Greek

  • σχοινάς — Πεδινός οικισμός (552 κάτ., υψόμ. 10) στην επαρχία Ημαθίας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Αλεξάνδρειας. * * * ο / σχοινᾱς, ᾱ, ΝΜΑ, και σκοινάς Ν [σχοινίον] αυτός που πλέκει, που συστρέφει σχοινιά νεοελλ. ο πωλητής σκοινιών …   Dictionary of Greek

  • σχοινιοστρόφος — και σχοινοστρόφος, ὁ, Α 1. αυτός που συστρέφει σχοινιά, ο σχοινοπλόκος 2. αυτός που περιστρέφει σχοινί για την άντληση νερού 3. (κατ επέκτ.) αυτός που αντλεί νερό 4. το φυτό κάναβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινίον / σχοῖνος + στροφος (< στρέφω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»