Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εἰλητάριον

См. также в других словарях:

  • εἰλητάριον — wrapper neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰληταρίοις — εἰλητάριον wrapper neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ROTULUS — APUD INFIMAE Latinitatis Auctores, est scapus chartarum, h. e. chartae in volumen corrotundatae: ex voce Rutulus. Rutulus autem erat baculus rotundus, quô cumulus mensurae derui et exaequari consuevit. Glossae, rutulum exponunt ἀποψήκτιον.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • είλω — εἴλω και εἰλῶ ( έω) και ἴλλω (Α) 1. περικλείω, πιέζω 2. εμποδίζω, προλαβαίνω («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.) 3. εγκλείω, καλύπτω, προστατεύω («ὑπ ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας», Καλλίνος) 4. συμπιέζω, συνθλίβω (π.χ. ελιές ή σταφύλια) 5. (για άνθρωπο …   Dictionary of Greek

  • ειλητάριο — Μακρόστενη λωρίδα περγαμηνής, που τυλιγόταν γύρω από ένα στρογγυλό ξύλο, τον κοντό (γι’ αυτό ονομαζόταν και κοντάκιο). Στις δύο όψεις της γραφόταν το κείμενο της Θείας Λειτουργίας. Τα ε. χρησιμοποιήθηκαν κυρίως από τον 11ο έως τον 15o αι.… …   Dictionary of Greek

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

  • λητάρι — το σχοινί για δέσιμο ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λητάριν < εἰλητάριον, υποκορ. τού επιθ. εἰλη τός «στρεπτός, κλωσμένος» < εἰλέω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»