-
81 κατα-ψάω
κατα-ψάω (s. ψάω), mit der Hand herabstreicheln, schmeicheln, liebkosen; καταψῶν αὐτὸν (τὸν κάνϑαρον) ὥςπερ πωλίον Ar. Pax 74; καταψῶσα αὐτοῦ τὴν κεφαλήν Her. 6, 61; Plat. Phaed. 89 b; Sp., wie Pol., der καταψήσαντες καὶ πραΰναντες vrbdt, 2, 13, 6; die Scholl. erkl. so das homerische καταρέξαι. – Auch vom Maaße, glatt streichen, Poll. 4, 23.
-
82 κατα-ψήχω
κατα-ψήχω, 1) abreiben, striegeln, streicheln; ἵππους Eur. Hipp. 109; Sp.; τὴν χεῖρα Ath. VI, 257 a; γενείου ἄκρα καταψήχων Agath. 70 (XI, 354); übertr., ἃς φάτο μειλιχίοισι καταψήχων ὀάροισιν, Ap. Rh. 3, 1102. – 2) zerreiben, klein machen; κατέψηκται Soph. Trach. 695; Nic. Th. 898.
-
83 κατα-βυθίζω
κατα-βυθίζω, versenken; Hippocr.; τὴν ναῦν D. Sic. 15, 34; übtr., τοὺς βίους Longin. 44, 6.
-
84 κατα-κρημνίζω
κατα-κρημνίζω, von einer steilen Anhöhe herunterstürzen, τὴν Σφίγγα Ath. VI, 253 f; übh. herabstürzen, ἐκ τῶν τριήρων Xen. Hell. 2, 1, 31, ἀπὸ τῶν ἵππων Pol. 3, 116, 12. – Pass., τῶν βοῶν κατακεκρημνισμένα Xen. Cyr. 8, 3, 41; ἐὰν δέ τις περὶ τῶν ἱερῶν χρημάτων μνησϑῇ, κατακρημνίζεται Dem. 19, 327, vom Felsen in Delphi.
-
85 κατα-γεμίζω
κατα-γεμίζω, beladen, σκάφη ὑπὲρ τὴν δύναμιν αὐτῶν D. Cass. 74, 13.
-
86 κατα-γλυκαίνω
κατα-γλυκαίνω, sehr süß machen, versüßen, Sp.; τὴν ἀκοήν, das Ohr kitzeln, dem Ohre schmeicheln. – Auch med., ἐν ἐννέ' ἂν χορδαῖς κατεγλυκάνατο Chionids bei Ath. XIV, 638 e.
-
87 κατα-γλωττίζω
κατα-γλωττίζω, züngelnd, mit Berührung der Zunge, wollüstig küssen, com. Poll. 2, 109; dah. μέλος ϑηλυδριῶδες καὶ κατεγλωττισμένον καὶ μανδαλωτόν (züngelküsserig, Droysen), Ar. Th. 131; – nach Hesych. auch βλασφημεῖν, wie Ar. Aeh. 380 διέβαλλε καὶ ψευδῆ κατεγλώττιζέ μου vrbdt, er redete Lügen von mir; auch τινά, Einen niederreden, ihn zum Schweigen bringen, τἡν πόλιν πεποίηκας ὥςτε νυνὶ ὑπὸ σοῦ μονωτάτου κατεγλωττισμένην σιωπᾶν Equ. 342; immer aber mit Anspielung auf die erste Bdtg. – Aber κατεγλωττισμένη λέξις u. ähnl. ist = in ausgesucht seltenen Wörtern, Philostr. u. a. Sp.
-
88 κατα-κοιμάω
κατα-κοιμάω, 1) einschläfern, schlafen lassen, zu Bett od. in Schlaf bringen; κατακοιμήσαντ' ἐκεί-νους Plat. Conv. 223 d, mit der auch in den folgdn Stellen sich oft findenden v. l. κατακοιμίσαντα; vgl. Her. 8, 135; Luc. Asin. 6. Uebertr., οὐδὲ μάν ποτε Λάϑα κατακοιμάσει Soph. O. R. 870, κατεκοίμησα τοὐμὸν ὄμμα 1222, das Auge ruhen lassen. – 2) verschlafen, κατακοιμᾶν τὴν φυλακήν Her. 9, 93. – Pass., sich schlafen legen, einschlafen, schlafen; κατεκοιμήϑημεν ἐν ἔντεσιν οἷσιν ἕκαστος Il. 11, 731; 9, 427; παρ' ἀλόχῳ 2, 353; Ar. Thesm. 46; κατακοιμηϑέντες ἐν τῷ ἱρῷ, οὐκέτι ἀνέστησαν Her. 1, 31; Folgde, wie Pol. 3, 67, 2.
-
89 κατα-κλείω
κατα-κλείω, att. - κλῄω (s. simpl.), verschließen, einschließen, einsperren; κατέκλεισεν αὐτὰ καὶ κατεσημήνατο Xen. Hell. 3, 1, 27; ἑαυτοὺς εἰς ἔρυμα Cyr. 4, 1, 18; αὐτοὺς εἴσω τῶν ὅπλων An. 3, 4, 26; εἰς τὴν νῆσον κατέκλῃσεν Thuc. 1, 109; ὅταν εἰς ταύτας ἄνεμος ξηρὸς κατακλεισϑῇ Ar. Nubb. 404; öfter bei Sp. – Med. κατακλεισάμενος, der sich einschloß, Xen. Cyr. 7, 2, 5. – Zuschließen, δίφρον Xen. Cyr. 6, 4, 20. Auch πάλιν ταῖς ναυσὶ κατεκλῄσϑησαν, wurden durch die Schiffe blokirt, Thuc. 1, 117; Sp. mit ἐν, z. B. κατακλείσαντες ἑαυτοὺς ἐν τῷ στρατοπέδῳ Hdn. 5, 8, 12; N. T. – Ubtr., τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης Dem. 26, 11; εἰς σπάνιν D. Sic. 20, 74. – Vom Schließen der Rede, Sp., τελευτῶν εἰς ἀπειλήν τινα τοιάνδε κατέκλεισε τὸν λόγον, er schloß mit folgender Drohung, D. Hal. 7, 14; – νόμῳ κατακλείειν, eigtl. durch ein Gesetz in gewissen Schranken halten, nöthigen, mit folgdm acc. c. inf., Andoc. 3, 7; Dem. 4, 33; Antiphan. bei Ath. VIII, 343 a. – Perf. pass. κατακεκλειμένοι εἰς τόπον Isocr. 4, 34, vor Bekker κατακεκλεισμένοι.
-
90 κατα-κομίζω
κατα-κομίζω, herab-, herunterbringen, bes. aus der Mitte des Landes nach der Küste hin; σῖτον τῷ στρατεύματι Thuc. 6, 88; παῖδας καὶ γυναῖκας ἐκ τῶν ἀγρῶν κατακομίζειν Dem. 19, 125, vgl. 18, 38; Lycurg. 16 setzt εἰς τὰ τείχη hinzu, also in die Stadt schaffen, wie D. Sic. τὰ ἀπὸ τῆς χώρας εἰς τὴν πόλιν, 12, 39; bes. von Waaren, sie verführen, Strab. XI, 498; κέραμον πανταχόϑεν, einführen, Ath. XI, 784 c. Auch ναῦν ἐκεῖσε, das Schiff dorthin bringen, dort anlanden, Ἀϑήναζε, zurückbringen, Dem. 56, 27. – Med. für sich hinschaffen, ὡραῖα πλοἴοις κατεκομίζοντο Plat. Critia. 118 e.
-
91 κατα-κλάω
κατα-κλάω (s. κλάω), zerbrechen, zerknicken; ἐπὶ ἀνϑερίκων καρπὸν ϑέον οὐδὲ κατέκλων Il. 20, 227; κατεκλάσϑη δ' ἐνὶ καυλῷ ἔγχος 13, 608; κατέκλασε γὰρ ἐντέων σϑένος οὐδέν Pind. P. 5, 32; τὰ δόρατα κατέκλων Her. 9, 60; αὐχένα ἐπὶ γαίης, niederbeugen, Thuc. 25, 147. – Häufig übertr., αὐτὰρ ἔμοιγε κατεκλάσϑη φίλον ἦτορ Od. 4, 538, mein Herz wurde gebrochen, vgl. 9, 256. 10, 198. 12, 277; οὐδὲ κατεκλάσϑης τε καὶ ᾤκτισας Callim. Del. 107; a. sp. D. So ist auch bei Plat. οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε τῶν παρόντων, er erschütterte, rührte Jeden, Phaed. 117 d richtige Lesart für κατέκλαυσε, was »zu Thränen bringen« heißen sollte; κατέκλασε καὶ συνέτριψεν αὐτῷ τὴν διάνοιαν Plut. Timol. 4. – Auch = schwächen, Eur. Cycl. 766 u. Sp.; brechen, τὸ ϑράσος κατακέκλαστο Plut. Fab. 11; τὸ σοβαρόν amat. 21; von der Stimme, im Ggstz von ἀνακλᾶν, sie tiefer machen, Luc. salt. 27; bei Hippocr. κατακλώμεναι φωναί, gebrochene Stimme.
-
92 κατα-γλώττισμα
κατα-γλώττισμα, τό, 1) ein wollüstiger Zungenkuß, Ar. Nubb. 51, nach Schol. ὅταν ὁ ἀνὴρ τὴν γλῶτταν αὑτοῦ τῷ τῆς γυναικὸς ἐμβάλλῃ στόματι, nach Moeris περίεργα φιλήματα. – 2) der Gebrauch seltener, ausgesuchter Wörter, Synes.
-
93 κατα-μελιτόω
κατα-μελιτόω, eigtl. mit Honig versüßen; übertr., οἷον κατεμελίτωσε τὴν λόχμην ὅλην, mit honigsüßem Gesange das Gebüsch erfüllen, Ar. Av. 224; ähnl. Synes. u. a. Sp.
-
94 κατα-μελετάω
κατα-μελετάω, üben; τὰς αἰσϑήσεις ἐμπειρίᾳ καί τινι τριβῇ Plat. Phil. 55 e; τὴν ἀνδρείαν δεῖ καταμελετᾶσϑαι Legg. I, 649 c; Sp., die es, wie Eust., auch mit dem gen. verbinden.
-
95 κατα-διαιτάω
κατα-διαιτάω, als Schiedsrichter, διαιτητής, gegen Einen erkennen; κατεδιῄτησάν τινος, Is. frg. 1, 11; Dem. 27, 51 u. öfter; δίκην καταδεδιῃτήκει, im Ggstz von ἀποδιαιτάω, 21, 85, wie ἐρήμην καταδιαιτήσας Luc. pro imag. 15. – Med., ἔφη με καταδιαιτήσασϑαι τὴν δίκην αὑτοῦ Dem. 40, 18, zu seinen Gunsten ein schiedsrichterliches Urtheil fällen lassen; οὐδὲ δίαιταν καταδιαιτησάμενος οὐδενός Lys. 25, 16. – Das pass., καταδεδιῃτημένοι, Poll. 8, 129.
-
96 κατα-δεής [2]
κατα-δεής, ές (δεῖ), dem Etwas fehlt, mangelhaft, bes. dürftig; φειδωλὸς καὶ πένης ἀνὴρ τὸν καταδεᾶ τάφον ἐπαινοίη Plat. Legg. IV, 719 e; Dem. setzt die καταδεεῖς den εὔποροι entgegen, 10, 36. – Häufiger im compar., an Größe, Werth nachstehend, geringer, πολὺ καταδεεστέραν τὴν δόξαν τῆς ἐλπίδος ἔλαβεν, geringer als er erwartet hatte, Isocr. 2, 7; καταδεέστερος ἄλλων ῥώμῃ 3, 5; καταδεέστερός τινος πρὸς τὸ φρονεῖν 5, 18, καταδεέστερος τούτων ὤν Dem. 27, 2; Pol. 2, 35, 2, früher ἀποδ.; einzeln bei Sp.
-
97 κατα-δακρύω
κατα-δακρύω, 1) beweinen; Eur. Hel. 697; τὴν τύχην Xen. Cyr. 5, 4, 31; Sp., wie Plut. Caes. 41; τινός, Suid. – 2) Jem. zu Thränen bringen, App. B. C. 4, 94 Pun. 70.
-
98 κατα-μανθάνω
κατα-μανθάνω (s. μανϑάνω), verstärktes simpl., erlernen, begreifen, verstehen; Plat. Theaet. 198 d; οὕτω λέγεις ἢ ἐγὼ οὐκ ὀρϑῶς καταμανϑάνω; Parm. 128 a, öfter; Xen. u. Folgde, καταμεμαϑηκὼς τὴν ἀνάβασιν, der da kannte, Xen. Cyr. 7, 2, 3; – c. partic., καταμαϑὼν αὐτὸν οὔτε ϑύοντα τοῖς ϑεοῖς Xen. Mem. 1, 4, 2; bemerken, μετεωριζόμενον καπνόν Cyr., 6, 3, 5; auch τινός τι, εἰ ἄρ' ἐμοῦ καταμανϑάνετε ὃ λέγω Plat. Legg. III, 689 c, wie καταμαϑεῖν δὲ τοῦ Κύρου δοκοῦμεν, ὡς ἐνόμιζε, wir glauben an oder von dem Kyrus bemerkt zu haben, daß er, Xen. Gyr. 8, 1, 40; Λυκοῦργον καταμεμάϑηκας ὅτι ἐποίησε Mem. 4, 4, 15. – Auch auskundschaften, ausforschen, Her. 7, 146; vgl. Xen. Oec. 12, 3; τραῦμα, die Wunde untersuchen, Plut. Dion. 34.
-
99 κατα-δοκέω
κατα-δοκέω (s. δοκέω), gegen Einen, von Einem etwas Falsches, Ungünstiges meinen, glauben, Einen beargwöhnen; τοῖσι κατεδόκεον νεοχμὸν ἄν τι ποιέειν, diese, meinten sie, würden Neuerungen anfangen, Her. 9, 99; πάγχυ σφέας καταδόξαντες εἶναι κλῶπας 6, 16; in den meisten Fällen = simplex, ἤκουε τοὺς ἐναντίους λόγους ἢ ὡς αὐτὸς κατεδόκεε 1, 22; οὐ γὰρ ἄν κοτε κατέδοξα, ἔνϑα ἦν, ich hätte nicht vermuthet, 1, 111. – Auch im pass., καταδοχϑεὶς φονεὺς εἶναι, man argwöhnte von mir, daß ich der Mörder sei, Antiph. 2 β 2; ib. 3 ὑφ' ὑμῶν καταδοκοῦμαι, wofür nachher steht ᾔδειν τήνδε τὴν ὑποψίαν εἰς ἐμὲ οὖσαν; vgl. ib. γ 7.
-
100 κατα-μηνύω
κατα-μηνύω, anzeigen; τόδ' ἐγὼ καταμηνύσω Aesch. Prom. 175; στήλη καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Her. 7, 30; τὴν πρᾶξιν Plut. Them. 23; – eine Anzeige gegen Jem. machen, anklagen, οὐ κατεμήνυσε τῶν ἀνδρῶν Lys. 13, 49; καταψευδομένου τινός Xen. Hell. 3, 3, 2; Dem. 24, 60.
См. также в других словарях:
κατά — και κατ , μπροστά από φωνήεν με ψιλή και καθ , μπροστά από φωνήεν με δασεία, πρόθ. 1. με γενική σημαίνει α. κίνηση: Πήγε κατά διαβόλου. β. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε κατά του αντιπάλου του. γ. εχθρική διάθεση: Είναι κατά του πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
κατα- — (από την πρόθ. κατά), α’ συνθετ. λέξεων για επίταση: κατάμαυρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὄλον τὸν βοῦν ἔφαγε, κατὰ δὲ τὴν κέρκον ἀπηγόρευσε. — См. Собаку съел, только хвостом подавился … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ρωμαϊκό δίκαιο — Κατά τη στενότερη εκδοχή ο όρος «ρωμαϊκό δίκαιο» δηλώνει το νομικό σύστημα που διαπλάστηκε από την ίδρυση της Ρώμης (8ος αι. π.X.) έως το έτος 565 μ.Χ. (χρονολογία του θανάτου του Ιουστινιανού). Από άποψη γενικότερης ιστορικής σημασίας, το ρ.δ.… … Dictionary of Greek
αιτιότητα — Κατά γενική έννοια, ο όρος α. δηλώνει τη σχέση ανάμεσα σε δύο στοιχεία ή δύο έννοιες, η δεύτερη από τις οποίες (αποτέλεσμα) μπορεί δυνητικά να προβλεφθεί με αφετηρία την πρώτη (αιτία). Ως ένας από τους θεμελιώδεις νόμους της φύσης, η αρχή της α.… … Dictionary of Greek
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek
ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… … Dictionary of Greek
Σκίρων ή Σκείρων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θρυλικός ληστής που σκοτώθηκε από το Θησέα. Σύμφωνα με μια αττική παράδοση, ο ληστής παραμόνευε στις Σκιρωνίδες Πέτρες, που ονομάστηκαν έτσι από το μύθο αυτό και που βρίσκονταν στην ανατολική ακτή της Μεγαρίδας … Dictionary of Greek
αποβατήρια — Κατά την αρχαιότητα, έτσι αποκαλούσαν την ευχαριστήρια θυσία προς τον Δία. Προσφερόταν από τους ταξιδιώτες των πλοίων, κατά την αποβίβασή τους στην ξηρά, όταν είχαν καλό καιρό κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Γι’ αυτό τον λόγο o Δίας λεγόταν… … Dictionary of Greek
τετραδιστές — Κατά την ελληνική αρχαιότητα τ. ονομάζονταν γενικά οι άνθρωποι, οι οποίοι ήταν προορισμένοι από τη μοίρα να περάσουν τη ζωή τους με μόχθο, όπως ο Ηρακλής, ο οποίος γεννήθηκε κατά την τέταρτη ημέρα του μήνα έκανε μεγάλους άθλους για χάρη της… … Dictionary of Greek