-
21 κατα-κλύζω
κατα-κλύζω, überfluthen, überschwemmen; Pind. χϑόνα Ol. 9, 54; ὅπα κῦμα κατακλύσσει ῥέον 11, 10; Thuc. 3, 89; ὅταν οἱ ϑεοὶ τὴν γῆν ὕδασι καϑαίροντες κατακλύζωσιν Plat. Tim. 22 d; ὑπ' ὄμβρων κατακλυζόμενοι Isocr. 11, 12; Sp. – Uebertr., ἀλλοδαπῶν κύματι φωτῶν κατακλυσϑῆναι τὴν πόλιν Aesch. Spt. 1070; vgl. Eur. Or. 342; τὴν Φρυγῶν πόλιν χρυσῷ ῥέουσαν ἤλπισας κατακλύσειν δαπάναισιν Troad. 995; εἰ μὴ γὰρ ἐπιβύσει τις αὐτοῦ τὸ στόμα, ἅπαντα κατακλύσει ποιήμασιν Cratin. beim Schol. Ar. Equ. 523; κατακλυσϑεῖσαν ὑπὸ ψόγου ἢ ἐπαίνου Plat. Rep. VI, 492 c; Sp., wie χρυσίῳ κατακεκλυσμένος, bestochen, Plut. Dem. 14.
-
22 κατα-κληρο υχέω
κατα-κληρο υχέω, durchs Loos vertheilen, bes. erobertes Land unter die neuen Ansiedler, πᾶσι κατεκληρούχησε τὴν ἀρίστην χώραν D. Sic. 1, 54; Plut. Ant. 55; τἡν γῆν εἰς διςχιλίους κλήρους, in 2000 Theile theilen, Ael. V. H. 6, 1. – Durchs Loos Land zugetheilt erhalten, in Besitz nehmen, τὴν γῆν Pol. 2, 21, 7; οἱ κατακεκληρουχηκότες τὰς οὐσίας 7, 10, 1; pass., 3, 40, 8 u. a. Sp.
-
23 κατα-παύω
κατα-παύω (s. παύω), aufhören machen, beendigen, stillen, besänftigen; χόλον ϑεῶν Od. 4, 583, wie Eur. Med. 172, μηνιϑμόν Il. 16, 62; π όλεμον 7, 36; νεῖκος Hes. Th. 87; auch von Personen, hemmen, im Zaume halten, hindern, Od. 2, 168. 244 Il. 15, 105; τάχα κέν σε ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε, hätte dich zur Ruhe gebracht, Il. 16, 618; τινά τινος, machen, daß Einer wovon abläßt, ihn wovon abbringen, z. B. τινὰ ἀφροσυνάων, ἀγηνορίης ἀλεγεινῆς, Il. 22, 457; Od. 24, 457; καππαύει δίκαν Pind. N. 9, 15; τίς γὰρ ἂν κατέπαυσενἭρας νόσους ἐπιβούλους, wer hätte sie bewältigt, Aesch. Suppl. 581; οὔπω καταπαύσομεν Μούσας Eur. Herc. Fur. 685; Ar. Av. 1397 Pax 739; in Prosa, τὴν ναυπηγίαν Her. 1, 27, ἀρχήν 1, 86; geradezu absetzen, τυράννους 5, 38 u. öfter; pass., Δημαρήτου καταπαυσϑέντος διεδέξατο τὴν βασιληΐην 6, 71; καταπαῦσαι τῆς ἀρχῆς Μήδους 4, 1, Δημάρητον τῆς βασιληΐης 6, 64, pass. 1, 130; δρόμου Plat. Polit. 294 e; Xen. Cyr. 8, 5, 25; τὸν λόγον, aufhören zu sprechen, Pol. 2, 8, 8; Ath. oft u. a. Sp.; – εὐημερῶν κατάπαυσον p. bei D. Sic. 12, 12. – Med., aufhören, ausruhen, Ggstz ἄρχομαι, Ar. Equ. 1264; aber auch = act., πόϑους, stillen, Eur. Hel. 1153.
-
24 κατα-πλέκω
κατα-πλέκω, verknüpfen, verflechten; ἔδοξε μὴ καταπλέξαι Τιμόξεινον προδοσίῃ, ihn in den Verdacht des Verraths verwickeln, Her. 8, 128; Ὅμηρος τὸν πόλεμον ποιῶν καταπεπλεγμένον τῇ ποικιλίᾳ Arist. poet. 23; ἐν τούτῳ καὶ ψεῦδος κατεπέπλεκτο S. Emp. adv. rhet. 71. – Uebertr., fertig flechten, vollenden, endigen, εὖ τὴν ζόην Her. 4, 205, τὴν ῥῆσιν, die Rede schließen, 8, 83.
-
25 κατα-στρέφω
κατα-στρέφω, 1) umkehren, umwenden; H. h. Apoll. 73; Sotad. bei Ath. VII, 293 e; vom Pflügen des Ackers, Xen. Oec. 17, 10; umstürzen, hinstürzen, εἰκόνας D. L. 5, 82; vom Ringer, Lucill. (XI, 163); zerstören, τὰ προάστεια ὑπὸ τοῦ στρατοῦ κατέστραπτο Hdn. 8, 4, 22; τὸν στέφανον κατεστραμμένον Plut. Brut. 39; κατέστρεψε λόγους εἰς φιλανϑρωπίαν, zurückwenden, Aesch. 2, 39. – 2) hinwenden; ποῖ καταστρέφεις λόγων τελευτήν Aesch. Pers. 773; endigen, beschließen, besonders κατέστρεψε τὸν βίον, Plut. Thes. 19; Ael. H. A. 13, 21; βιοὺς δ' ἔτη ἐνενήκοντα κατέστρεψε τοῦ ζῆν D. L. 8, 78; häufig ohne Zusatz, κατέστρεψεν αἷμα ταύρειον πιών, er endigte sein Leben, Plut. Them. 31, öfter, wie a. Sp., z. B. Arr. An. 7, 3, 1 Hdn. 5, 8, 19; intrans., ἤδη τῆς ἡμέρας καταστρεφούσης Plut. Sull. 29; εἴς τι, in Etwas endigen, mit Etwas aufhören, Alciphr. 3, 70; Plut.; ἡ Ἀράτου σύνταξις ἐπὶ τούτους καταστρέφει τοὺς καιρούς, hört mit dieser Zeit auf, Pol. 4, 2, 8; vgl. D. Sic. 14, 84; trans., καταστρέφειν τὴν βίβλον, das Buch beendigen, Pol. 3, 118, 10, τοὺς λόγους 23, 9, 4, öfter; Din. 1, 32 οὕτω κατέστρεψεν ἡ τύχη ταῦτα, ὡς τἀναντία γίνεσϑαι τοῖς προςδοκωμένοις, das Schicksal wandte Alles so. – 3) Med. Andere sich unterwerfen, unterjochen, zwingen; κατεστρέφοντο τὴν ἄλλην Μακεδονίην Her. 8, 138; τοὺς μὴ τὰ σὰ φρονέοντας ῥηϊδίως καταστρέψεαι 9, 2, öfter; Thuc. 3, 13. 4, 65; Xen. Cyr. 1, 5, 2; Folgde, wie Pol. 1, 6, 7; – ἀκούειν.σου κατέστραμμαι τάδε Aesch. Ag. 930, ich bin gezwungen; so pass. κατεστράφατο, ion. = κατεστραμμένοι ἦσαν, Her. 1, 141, vgl. 1, 68 u. Thuc. 5, 29; τὰ κατεστραμμένα ἔϑνη, die unterworfenen, Xen. Cyr. 8, 6, 1; aber act. ταύτῃ χρησάμενος τῇ γνώμῃ πάντα κατέστραπται καὶ ἔχει Dem. 4, 6; Isocr. 5, 21; Xen. Hell. 5, 2, 8. – Der aor. κατεστράφϑησαν mit der v. l. κατεστράφησαν Her. 1, 130. – Κατεστραμμένη λέξις, periodischer Ausdruck mit verschlungenen Sätzen, Ggstz εἰρομένη, Arist. rhet. 3, 9.
-
26 κατα-σκελετεύω
κατα-σκελετεύω, ganz austrocknen, ausdörren, zum Skelett machen, ἑαυτούς Plut. de educ. lib. 10. – Pass., περιιδεῖν τὴν φύσιν τὴν αὑτῶν κατασκελετευϑεῖσαν ἐπὶ τούτοις Isocr. 15, 268; Arist. H. A. 10, 3 u. Sp.; auch übertr., Longin. 2, 1.
-
27 κατα-τάσσω
κατα-τάσσω, aufstellen, ordnen, στρατιάν Xen. Cyr. 3, 3, 11; vom Range, αὐτὴν ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ κατατάττομεν Oec. 9, 13; vgl. Ath. VIII, 335 c; εἰς Καρχηδόνα τινὰς κατέταξεν, ordnete sie dort ein, wies ihnen dort ihren Platz an, Pol. 3, 33, 12; εἰς τάξιν Lys. 13, 82, wie Plat. Legg. XII, 945 a; in einer Schrift Etwas aufstellen, anführen, εἰς τὴν ἀπόκρισιν Pol. 26, 3, 7, ἐν τοῖς ὑπομνήμασιν 2, 47, 11, πολλὰ τῷ συγγραφεῖ τοιαῦτα παρ' ὅλην τὴν πραγματείαν κατατέτακται 8, 11, 5, er hat Viel dergleichen aufgeführt, geschrieben; τὰς ἱστορίας ἐν αἷς κατατετάχει τὰς πράξεις Δίωνος D. L. 4, 5. – Bei Clem. Al. auch = verdauen.
-
28 κατα-κομιδή
κατα-κομιδή, ἡ, das Herab-, Herunterbringen, z. B. der Früchte ans Meer zur Ausfuhr, Thuc. 1, 120, τοὺς δὲ τὴν μεσόγειαν κατῳκημένους εἰδέναι χρή, ὅτι χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδὴν τῶν ὡραίων, im Ggstz von ἀντίληψις ὧν ἡ ϑάλασσα τῇ ἠπείρῳ δίδωσι. S. das Folgde. – Das Herbeischaffen, D. Sic. 18, 3.
-
29 κατα-διώκω
κατα-διώκω (s. διώκω), verfolgen, Thuc. 2, 84; bis an ein Ziel, εἰς τὴν ϑάλασσαν Xen. Hell. 1, 2, 9; Arist. H. A. 9, 36 u. S0., wie Plut. Alcib. 29; – übertr., τὴν εὐχέρειαν Pol. 6, 42, 1.
-
30 κατα-δέχομαι
κατα-δέχομαι, aufnehmen, annehmen, zu sich nehmen; Speise, Hippocr., wie Plat. Tim. 84 b; καταδεχόμενος εἰς τὴν ψυχήν Rep. III, 401 e; τινὰ ἐπὶ γάμον Luc. Tor. 44; – wieder aufnehmen, die Verbannten, Andoc. 1, 66. 3, 31; ὠστρακισμένον 3, 3; Dem. 26, 6 u. A., oft; aor. pass., καταδεχϑῆναι ἠξίουν Luc. bis accus. 31, wie D. Cass. 78, 39; fut. pass., Luc. Tox. 44 D. C. 40, 40. – Uebtr., πάσαις πύλαις τὴν ἡδονήν Luc. Nigr. 16; – zulassen, gestatten, Suid. v. εἰςαγγελία.
-
31 κατα-μέμφομαι
κατα-μέμφομαι, tadeln, schelten, beschuldigen; καταμεμφϑέντα (wie sonst aor. med.) ἰσχύν Pind. N, 11, 30; σφᾶς αὐτούς Thuc. 8, 106; ἐμαυτόν, ὡς οὐκ εἰδώς Plat. Meno 71 b; τὴν ὴλικίαν τὴν ἑαυτοῦ Is. 7, 14; Dem. 29, 1 u. A.; τὸν Ἀντίοχον ἐπὶ τοῖς πεπραγμένοις Pol. 5, 87, 4; τινὰ ταῖς ξυμφοραῖς, um des Unglücks willen, Thuc. 7, 77; τινά τινος, Plut. Dion. 8; ἑαυτὸν ὡς ἡμαρτηκότα D. Sic. 17, 30. – Sp. auch τινί, z. B. ἰδίῃ κατεμέμφετο χειρί Agath. 26 (XI, 57); Long. 2, 21; τινός Nicomach.
-
32 κατα-μίγνῡμι
κατα-μίγνῡμι (s. μίγνυμι), vermischen, untermischen, Ar. Lys. 580; τὴν φροντίδα εἰς τὸν ἀέρα Nubb. 229; τὴν οὐσίαν εἰς προῖκα Dem. 30, 10, öfter; ζῆλόν τινι, beibringen, Plut. Lyc. 27; οἱ δὲ στρατιῶται εἰς τὰς πόλεις κατεμίγνυντο Xen. An. 7, 2, 3, wie Plut. Cat. mai. 20; τινί τι Lycurg. 27.
-
33 κατα-λύω
κατα-λύω (s. λύω), auflösen; 1) vernichten, zerstören; ὃς δὴ πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα, Il. 2, 117. 9, 24; τείχη Eur. Troad. 819; πόλεως ἃν πυρὸς αἰϑομένα κατέλυσεν ὁρμά 1081; τὴν βασιληΐην Her. 1, 54; τὴν βουλήν 5, 72; τῶν πόλεων τά τε βουλευτήρια καὶ τὰς ἀρχάς Thuc. 2, 15; so öfter von Aufhebung der bestehenden Verfassung des Staates; ὁ δῆμος καταλύεται, die Demokratie wird aufgehoben, vernichtet, Andoc. 3, 1. 4; Dem. 13, 14 u. andere Redner oft; auch πλῆϑος, Lys. 13, 16; καταλύσεταί σου εὐϑὺς ἡ ἀρχή Xen. Cyr. 1, 6, 9, für das fut. pass.; auch in anderen Vrbdgn, καταλύειν πειράσεσϑε τοῦτον τῆς ἀρχῆς Cyr. 8, 5, 24, ihn der Herrschaft zu entsetzen, wie Her. sagt τῆς ἀρχῆς κατελύϑησαν, 1, 104; ὅπως ἄρξει τε ἀεὶ καὶ μὴ καταλυϑήσεται Plat. Legg. IV, 714 c; Pol. öfter, τὰς μοναρχίας, τοὺς νόμους, 2, 43, 8. 3, 8, 2; – γέφυραν, abbrechen, Hdn. 8, 4, 4. – 2) auseinander gehen lassen; στόλον Her. 7, 16, 2; στρατιάν Xen. Cyr. 6, 1, 15; pass., τῶν ἄλλων καταλελυμένων στρατηγῶν Her. 6, 43; πόλεμον, den Krieg beilegen, Thuc. 8, 58 u. öfter; auch absol., 5, 23; Ggstz von ἀνελέσϑαι, Xen. An. 5, 7, 27. Daher im med. sich aussöhnen, die Streitigkeiten beilegen, Thuc. 1, 81. 4, 16 u. öfter, wie καταλύσονται τῷ Πέρσῃ Her. 9, 11, vgl. 8, 140; aber auch καταλύεσϑαι τὸν πόλεμον, den Krieg unter einander beilegen, Andoc. 3, 17; vgl. Xen. Hell. 6, 3, 6. – Aehnl. λόγον, die Rede beendigen, Isocr. 12, 176, u. τὸν βίον, Xen. Apol. 7, wie Eur. Suppl. 1004 εἰς Ἅιδαν καταλύσουσ' ἔμμοχϑον βίοτον. – 3) losbinden, losspannen, καταλύσομεν ἵππους Od. 4, 28; Halt machen, um auszuruhen, einkehren, nach Moeris hellenistisch für κατάγεσϑαι; aber Thuc. sagt 1, 136 παρὰ Ἄδμητον καταλῦσαι u. Dem. πρέσβεις δεῦρ' ἀφικνούμενοι παρὰ σοὶ κατέλυον, 18, 82; vgl. Plat. Theaet. 142 c; öfter bei Sp. – 4) absol., aufhören, πύκτης ὢν κατέλυσε Lucill. 43 (XI, 161); so Dem. οὔπω ἔτη ἐστὶν ἑπτά, ἀφ' οὗ τὸ μὲν πλεῖν καταλέλυκα, ich habe das Fahren zur See eingestellt, damit aufgehört, 33, 4, vgl. 10, 73 u. Ath. XIII, 581 c; – φυλακήν, den Wachtposten aufgeben, ablösen, Ar. Vesp. 2, vgl. Plat. Legg. IV, 714 c; Arist. pol. 5, 8.
-
34 κατα-λείπω
κατα-λείπω, poet, oft καλλείπω (s. λείπω), zurücklassen; – a) verlassen, im Stich lassen; οὕνεκ' Ἀχαιοὺς κάλλιπες (poet. für κατέλιπες), αὐτὰρ Τρωσὶν ἀμύνεις Il. 21, 414; Ggstz von μένω, 22, 383; πολλοὺς γὰρ Τρώων καταλείψομεν, οὕς κεν Ἀχαιοὶ χαλκῷ δῃώσουσι, wir werden sie auf dem Schlachtfelde zurücklassen, viele Menschen verlieren, 12, 226; ἀοιδὸν ἄγων ἐς νῆσον ἐρήμην κάλλιπεν οἰωνοῖσιν ἕλωρ καὶ κῦρμα γενέσϑαι Od. 3, 271; öfter in tmesi; ὦ πατρίς, καταλειπομέναν σε δακρύω Eur. Troad. 596; μή με καταλίπῃς μόνον Soph. Phil. 798. – b) hinterlassen, zurücklassen, bes. von Abreisenden u. Sterbenden, κὰδ δέ με χήρην λείπεις ἐν μεγάροισι Il. 24, 726, οἷόν μιν Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Od. 17, 314; τὴν δ' ἀηδόνα κατάλειφ' ἡμῖν Ar. Av. 660; εἴ που πόπανον εἴη τι καταλελειμμένον, übriggeblieben, Plut. 680; οὔκουν ἂν μῦϑον ἀκέφαλον ἑκὼν καταλίποιμι Plat. Legg. VI, 752 a; ὡς ἕνα μὴ καταλείπεσϑαι ἐνϑάδε, ἡμεῖς δὲ πλέοιμεν ἄν Xen. An. 5, 6, 12; ἀποκτιννύασι τοὺς ἄλλους πάντας· ἄλλου δὲ λόχου ὀκτὼ μόνους κατέλιπον, sie ließen nur acht Mann übrig, 6, 1, 5; καταλελειμμένος τοῦ ἄλλου στρατοῦ, hinter dem übrigen Heere zurückbleiben, Her. 9, 96; Xen. oft; bes. von Erbschaften, τὰ καταλειφϑέντα, die Hinterlassenschaft, Is. 1, 45 u. öfter; παισὶ δὲ αἰδῶ χρὴ πολλήν, οὐ χρυσὸν καταλεί πειν Plat. Legg. V, 729 b; ἕνα κληρονόμον 740 b; Sp., die auch den aor. I. haben, καταλείψαντες τὴν κτῆσιν Schol. Ar. Nubb. 1001. – Sein lassen, unangetastet lassen, Xen. Hem. 3, 2, 4; Arist. pol. 6, 7; τὸν λόγον, die Rede lassen, aufhören, Isocr. 9, 33. – Med., für sich zurücklassen, οὐ γάρ κώ τοί ἐστι υἱὸς οἷόν σε ἐκεῖνος κατελίπετο Her. 3, 34; Plat. Legg. IV, 721 e Conv. 209 d; στενὴν ἔξοδον, übriglassen, Tim. 73 e; τὰ μέγιστα τοὺς ϑεοὺς ἑαυτοῖς καταλείπεσϑαι Xen. Hem. 1, 1, 8, sich aufbewahren, vorbehalten; aber καταλείψομαι ist pass. An. 5, 6, 12. – Aor. II. pass., καταλιπείς Schol. Ar. Pax 1127. – Bei Ael. V. H. 12, 21 = ἐάω, geschehen lassen, c. inf.
-
35 κατα-θέω
κατα-θέω (s. ϑέω), herablaufen, -rennen, -stürzen; ὁπόϑεν (τῶν ὀρέων) καταϑέοντες ληΐζονται Xen. Cyr. 3, 2, 1; πλοῖα ἐς Πειραιᾶ καταϑέοντα, in den Hafen einlaufend, Hell. 1, 1, 35; – τὴν χώραν, Streifzüge durch ein Land machen, auf Streifzügen plündern, Xen. Cyr. 5, 4, 15, vgl. Mem. 3, 5, 26, wie Polyaen. 1, 23, 1 τὴν ϑάλατταν καταϑεῖν, das Meer unsicher machen; Xen. vbdt es auch mit εἰς τὰς πόλεις, Hell. 5, 2, 43. – Von Personen, angreifen u. überrennen, im Disputiren, Plat. Theaet. 171 c; verfolgen, Parthen. 13; nach Suid. auch c. gen.
-
36 κατά-στασις
κατά-στασις, ἡ, 1) trans., das Hinstellen, Festsetzen, anordnen; χορῶν Aesch. Ag. 23, wie Ar. Thesm. 958; Einsetzung, Bestallung zu einem Amte, ἡ ἐκλογὴ καὶ κατάστασις τῶν ἀρχόντων τε καὶ φυλάκων Plat. Rep. III, 414 a, δικαστῶν IV, 425 d, ἀρχῶν Legg. V, 735 a; Arist. pol. 4, 15 u. öfter; αἱ περὶ τὰς ἄλλας ἀρχὰς καταστάσεις Plat. Legg. VI, 768 d; absol., μετὰ τὴν κατάστασιν ϑύσας τοῖς ϑεοῖς, nach Antritt des Amtes, Pol. 3, 88, 7. – In Athen noch bes. die Wahl eines Bürgers zum Reiterdienst, und das ihm aus der Staatskasse zur Ausrüstung gegebene Geld, κατάστασιν ἀναπράττεσϑαι Lys. 16, 6, παραλαβεῖν ibd. 7; vgl. Harpocr. u. Herm. griech. Staatsalterth. §. 152; für den Sold der Ritter in Friedenszeit nimmt es Böckh Staatshaush. I p. 269; B. A. 270, 33 steht ἡ ὑπὸ τῆς βουλῆς τῶν ἱππέων δοκιμασία κατάστασις ἐλέγετο. – Einführung fremder Gesandten in die Volksversammlung, Hdn. 3, 46. 8, 141. 9, 9; – ἐγγυητῶν, das Bürgenstellen, Dem. 24, 103; – das An-, Auf-, Zurückhalten, Unterdrücken, Hemmen, Stillen, Hippocr.; ἔστω δὲ πράϋνσις κατάστασις καὶ ἠρέμησις ὀργῆς Arist. rhet. 2, 3; vgl. Plat. defin. 412 d. – Bei den Rednern constitutio causae. – 2) intrans., Zustand, Beschaffenheit, Stand u. Lage der Dinge; νυκτὸς ἐν καταστάσει, zur Nachtzeit, Eur. Rhes. 111; ἐχρᾶτο δὲ καταστάσει πρηγμάτων τοιῇδε Her. 2, 173; ὅσα ἐν ἀνϑρώπου φύσι καὶ καταστάσι ἐγγίνεται 8, 83; τοιαύτης καταστάσεως ἐπιϑυμεῖν Isocr. 4, 115; τὴν ὑπάρχουσαν περὶ Μακεδόνας τότε καὶ τοὺς Ἕλληνας κατάστασιν, die Lage u. Verhältnisse der Macedonier u. Griechen, Pol. 2, 71, 2; Staatsverfassung, πόλιος Her. 5, 92; πολιτείας Plat. Legg. VIII, 832 d; πόλεως Rep. IV, 426 c; Xen. Hell. 2, 3, 17; ἡλικίας Hyperid. Stob. fl. 74, 33. – Von Krankheitszuständen, Medic.
-
37 κατα-πετάννῡμι
κατα-πετάννῡμι (s. πετάννυμι), darüber ausbreiten, behängen; bei Hom. in tmesi, κατὰ λῖτα πετάσσας, Il. 8, 441, wie κατὰ μὲν ἱστία πετάσατε Eur. Hel. 1475; κατεπέτασ' αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν φοινικίδι Ar. Plut. 731; Vesp. 131; καταπετάσαι ἱστίῳ πολλοὺς ἀνϑρώπ ους Plat. Parm. 131 d, damit bedecken, verhüllen; pass., ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι Xen. Cyr. 8, 3, 16.
-
38 κατα-τέμνω
κατα-τέμνω (s. τέμνω), zerschneiden, zerstückeln; μαχαίρᾳ τάμον κάτα μέλη Pind. Ol. 1, 49; τὰ κρέα Ar. Pax 1059; σπλάγχνα κατατετμημένα Av. 1524; τὰ γέῤῥα Xen. An. 4, 7, 26; mit doppeltem accus., ὃν. κατατεμῶ τοῖσιν ἱππεῦσι καττύματα, ich will ihn zu Schuhleder zerschneiden, Ar. Ach. 300; τὸ δ' ἄλλο σῶμα κατατεμὼν πολλοὺς κύβους Alexis bei Ath. VII, 324 c; vgl. Plat. Rep. X, 610 h; niederhauen, umbringen, τινά, VI, 488 c; κατατεμνόμενοι βαϑέσι τοῖς τραύμασιν Luc.; zerfleischen, ἑαυτόν Xen. Hem. 1, 2, 55; – ἡ πόλις κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰϑείας, in gerade Straßen zerschnitten, Her. 1, 180; – κατετέτμηντο τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν, Gräben waren gezogen, Xen. An. 2, 4, 13; – τὰ κατατετμημένα sind im Bergwerke Stellen, wo schon gegraben ist, Ggstz ἄτμητα, Vectig. 4, 27.
-
39 κατα-χρώννῡμι
κατα-χρώννῡμι (s. χρώννυμι), anfärben, anstreichen, καταχρῶσαι τὴν κόμην Poll. 2, 31; beschmutzen, Sp.; als tmesis rechnet man Eur. Hec. 911 hierher, κατὰ δ' αἰϑάλου κηλῖδ' οἰκτροτάταν κέχρωσαι.
-
40 κατα-κοσμέω
κατα-κοσμέω, in Ordnung bringen; ἐπὶ νευρῇ κατακόσμει πικρὸν ὀϊστόν, lege den Pfeil auf der Sehne in Ordnung, Il. 4, 118; im med., ἐπὴν δὴ πάντα δόμον κατακοσμήσησϑε, Od. 22, 440; κατὰ ξυγγενείας εἰς τάξιν πρὸς ἄλληλα Plat. Tim. 88 e; πόλιν καὶ ἰδιώτας ἐν μέρει ἑκάστους Rep. VII, 540 b; τὴν διάνοιαν, sammeln, Plut. Brut. 13, med., πρὸς γνώμην τινός, sich danach richten, Comp. Per. 3; – ausschmücken, οἷον ἄγαλμα Phaedr. 252 d; ὅπλοις Xen. Hier. 11, 3; bewaffnen, Pol. 3, 114, 1; übertr., βουλόμενος τον φύσαντα σεμνοτέροις κατακοσμῆσαι πράγμασι Ar. Vesp. 1473; Sp., κατακοσμοῠντες ἑαυτούς, ehren, Plut. Rom. 23.
См. также в других словарях:
κατά — και κατ , μπροστά από φωνήεν με ψιλή και καθ , μπροστά από φωνήεν με δασεία, πρόθ. 1. με γενική σημαίνει α. κίνηση: Πήγε κατά διαβόλου. β. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε κατά του αντιπάλου του. γ. εχθρική διάθεση: Είναι κατά του πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
κατα- — (από την πρόθ. κατά), α’ συνθετ. λέξεων για επίταση: κατάμαυρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὄλον τὸν βοῦν ἔφαγε, κατὰ δὲ τὴν κέρκον ἀπηγόρευσε. — См. Собаку съел, только хвостом подавился … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ρωμαϊκό δίκαιο — Κατά τη στενότερη εκδοχή ο όρος «ρωμαϊκό δίκαιο» δηλώνει το νομικό σύστημα που διαπλάστηκε από την ίδρυση της Ρώμης (8ος αι. π.X.) έως το έτος 565 μ.Χ. (χρονολογία του θανάτου του Ιουστινιανού). Από άποψη γενικότερης ιστορικής σημασίας, το ρ.δ.… … Dictionary of Greek
αιτιότητα — Κατά γενική έννοια, ο όρος α. δηλώνει τη σχέση ανάμεσα σε δύο στοιχεία ή δύο έννοιες, η δεύτερη από τις οποίες (αποτέλεσμα) μπορεί δυνητικά να προβλεφθεί με αφετηρία την πρώτη (αιτία). Ως ένας από τους θεμελιώδεις νόμους της φύσης, η αρχή της α.… … Dictionary of Greek
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek
ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… … Dictionary of Greek
Σκίρων ή Σκείρων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θρυλικός ληστής που σκοτώθηκε από το Θησέα. Σύμφωνα με μια αττική παράδοση, ο ληστής παραμόνευε στις Σκιρωνίδες Πέτρες, που ονομάστηκαν έτσι από το μύθο αυτό και που βρίσκονταν στην ανατολική ακτή της Μεγαρίδας … Dictionary of Greek
αποβατήρια — Κατά την αρχαιότητα, έτσι αποκαλούσαν την ευχαριστήρια θυσία προς τον Δία. Προσφερόταν από τους ταξιδιώτες των πλοίων, κατά την αποβίβασή τους στην ξηρά, όταν είχαν καλό καιρό κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Γι’ αυτό τον λόγο o Δίας λεγόταν… … Dictionary of Greek
τετραδιστές — Κατά την ελληνική αρχαιότητα τ. ονομάζονταν γενικά οι άνθρωποι, οι οποίοι ήταν προορισμένοι από τη μοίρα να περάσουν τη ζωή τους με μόχθο, όπως ο Ηρακλής, ο οποίος γεννήθηκε κατά την τέταρτη ημέρα του μήνα έκανε μεγάλους άθλους για χάρη της… … Dictionary of Greek