-
1 κατα-γεμίζω
κατα-γεμίζω, beladen, σκάφη ὑπὲρ τὴν δύναμιν αὐτῶν D. Cass. 74, 13.
-
2 κατεγέμισαν
κατά-γεμίζωfill full of: aor ind act 3rd pl -
3 κατεγέμισε
κατά-γεμίζωfill full of: aor ind act 3rd sg -
4 καταγεμίζω
-
5 насыпать
насы/ пать 1-плю, -плешь, προστκ. насыпьρ.σ.μ.1. ρίχνω, ρίπτω; εκχέω, χύνω•насыпать соль на стол χύνω αλάτι στο τραπέζι•
насыпать песок на дорожку ρίχνω άμμο στο δρομάκι.
2. γεμίζω•мешок опилками γεμίζω ένα σακκί με πριονίδια.
3. φτιάχνω, ανυψώνω ρίχνοντας επισωρεύω•насыпать курган φτιάχνω ανάχωμα•
насыпать кучу επισωρεύω, φτιάχνω σωρό.
|| χτυπώ νικώ (σε παιγνίδι).πέφτω κατά μικρά τεμάχια, επισωρεύομαι επιστρώνομαι•-лось много песку έπεσε (επισωρεύτηκε) πολύς άμμος.
насыпа/ть 2ρ.δ.βλ. насыпать.насыпа/ть 3ρ.δ.βλ. наспать. -
6 разливать
1. (наливать) βάζω, γεμίζω (με υγρά) 2. (проливать) χύνω (κατά λάθος το υγρό) 3. (вводить металл в изложницы) χύνω (το μέταλλο σε χελώνες) 4. (напр. по бутылкам) εμφιαλώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разливать
-
7 prime
I 1. adjective1) (first or most important: the prime minister; a matter of prime importance.) πρώτος,πρώτιστος,πρωταρχικός2) (best: in prime condition.) άριστος2. noun(the best part (of a person's etc life, usually early middle age): He is in his prime; the prime of life.) ακμή,άνθος- primary- primarily
- primary colours
- prime minister
- prime number
- prime time 3. adjectiveprime-time advertising.) διαφήμιση κατά τις ώρες υψηλής τηλεθέασηςII verb(to prepare (something) by putting something into or on it: He primed (=put gunpowder into) his gun; You must prime (=treat with primer) the wood before you paint it.) γεμίζω(όπλο)/ασταρώνω(επιφάνεια)- primer -
8 прихлынуть
-нетρ.σ. ρέω ή χτυπώ ορμητικά•волны -ли на берег τα κύματα χτύπησαν ορμητικά στην ακτή•
кровь -ла к голово το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι.
|| ξεχύνομαι, ορμώ•толпа -ла к дому το πλήθος όρμησε κατά το σπίτι.
|| μτφ. κυριεύω, καταλαβαίνω πληρώ, γεμίζω.
См. также в других словарях:
γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… … Dictionary of Greek
κατεγέμισαν — κατά γεμίζω fill full of aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεγέμισε — κατά γεμίζω fill full of aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπόδι — και καταπόδα και καταπόδας (AM κατά πόδα[ς], Μ και καταπόδι[ν], καταπόδου και καταποδοῡ) επίρρ. 1. ακριβώς από πίσω, κατόπιν, στα ίχνη κάποιου («παίρνω καταπόδι» ή «πηγαίνω καταπόδι κάποιον» παρακολουθώ, κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω από πίσω… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
κατακλύζω — (AM κατακλύζω) 1. πλημμυρίζω, υπερκαλύπτω έδαφος με νερό (α. «ο ποταμός κατέκλυσε την πεδιάδα» β. «ὅταν οἱ θεοὶ τὴν γῆν καθαίροντες ὕδατι κατακλύζωσιν», Πλάτ.) 2. γεμίζω κάτι με πολύ νερό 3. (μέσ. παθ.) κατακλύζομαι είμαι ή γίνομαι υπερπλήρης από … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… … Dictionary of Greek
μεσώ — μεσῶ, όω, Μ μεσώνω και μεσώννω) [μέσος] νεοελλ. (μόνο σε φρ.) «μεσούντος τού μηνός», «μεσούσης τής εβδομάδας» κ.λπ. κατά τα μέσα τού μήνα, τής εβδομάδας κ.λπ. μσν. γεμίζω κάτι («ἕνα ποτήριν... καὶ μεσώννουν τὸ κρασίν», Μαχ.) μσν. αρχ. είμαι ή… … Dictionary of Greek
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek