-
1 κατα-μελετάω
κατα-μελετάω, üben; τὰς αἰσϑήσεις ἐμπειρίᾳ καί τινι τριβῇ Plat. Phil. 55 e; τὴν ἀνδρείαν δεῖ καταμελετᾶσϑαι Legg. I, 649 c; Sp., die es, wie Eust., auch mit dem gen. verbinden.
-
2 καταμεμελετηκότες
κατά-μελετάωtake thought: perf part act masc nom /voc pl (attic ionic) -
3 καταμελετάω
-
4 καταμελεταω
1) тщательно упражнять(τὰς αἰσθήσεις ἐμπειρίᾳ Plat.)
; воспитывать, развивать(τέν ἀνδρείαν Plat.)
2) тщательно разрабатывать, сочинять(τὸν ἔπαινον περί τινος Plat.)
См. также в других словарях:
καταμεμελετηκότες — κατά μελετάω take thought perf part act masc nom/voc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)